Το ξωτικό και η γοργόνα
Μισούσε τη δουλειά του. Γι’ αυτόν ήταν απλά ένα βάσανο που έπεφτε στους ώμους του. Κάθε μέρα είχε μούτρα και κακή διάθεση. Πήγαινε στο εργοστάσιο, τελείωνε τη βάρδια του χωρίς να μιλάει σε κανέναν και γυρνούσε στο μικρό του σπίτι. Η μαγεία των Χριστουγέννων δεν υπήρχε γι’ αυτόν.
Ο λόγος για τον Κλοντ, ένα από τα άπειρα αθάνατα ξωτικά που δούλευαν για τον Άγιο Βασίλη πάνω στον Βόρειο Πόλο. Όλο το χρόνο είχαν Χριστούγεννα εκεί. Ετοίμαζαν δώρα, έκαναν δουλειές για την πόλη τους, έλεγαν ιστορίες, έτρωγαν μπισκότα με γάλα και άλλα τέτοια όμορφα. Τα όνειρα τους ήταν γλυκά. Όλων των ξωτικών ήταν…
Εκτός από του Κλοντ. Τα τελευταία χρόνια είχαν αρχίσει να γίνονται σκοτεινά και άρρωστα. Έβλεπε να καίει ολοσχερώς την πόλη των Χριστουγέννων μαζί με τα υπόλοιπα ξωτικά και τον Άγιο Βασίλη μέσα. Η συμπεριφορά του ήταν εριστική. Προσπαθούσε να τσακωθεί με όλους και εκνευριζόταν που κανείς δεν ήθελε καβγά μαζί του. Εκνευριζόταν που όλοι είχαν καλή διάθεση και χαμόγελο στα χείλη τους. Είχε βαρεθεί. Μια αιωνιότητα τα ίδια και τα ίδια.
Μια μέρα ο Άγιος Βασίλης, που από καιρό είχε καταλάβει τη σκοτεινή ψυχή του Κλοντ, τον κάλεσε στο σπίτι του για ένα γάλα και ίσως μερικά μπισκότα.
«Αγαπητέ μου Κλοντ, τι σε βασανίζει; Γιατί είσαι τόσο κακός και σκοτεινός με όλους;» ρώτησε ο Άγιος Βασίλης αφού κάθισαν στον σαλόνι του.
«Βαρέθηκα Άγιε. Βαρέθηκα. Θέλω να φύγω. Δεν αντέχω άλλο το κρύο, τα τραγούδια, τη δουλειά… ακόμη και τα μπισκότα» είπε ο Κλοντ και πέταξε το μπισκότο του στο πάτωμα.
Ο Άγιος Βασίλης αναστέναξε.
«Μπορώ να κάνω κάτι για σένα» είπε στο τέλος.
«Τι Άγιε; Μπορείς να με βοηθήσεις;» ρώτησε όλο αγωνία ο Κλοντ.
«Μπορώ».
Ο Άγιος Βασίλης σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα. Στιγμές αργότερα επέστρεψε με ένα ποτήρι παγωμένο τσάι με πολλά παγάκια.
«Άγιε, εδώ πίνουμε μόνο ζεστή σοκολάτα και γάλα» παρατήρησε ο Κλοντ.
«Πιες, και ελπίζω να βρεις αυτό που αναζητάς» είπε με λύπη ο Άγιος Βασίλης και του έτεινε το ποτήρι.
Ο Κλοντ δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά. Έπιασε το ποτήρι και το κατέβασε όλο. Μόλις τελείωσε και η τελευταία του σταγόνα, το άφησε στο τραπεζάκι του καφέ και έγειρε πίσω στην πλάτη του καναπέ το κεφάλι του διότι ένιωσε μια ξαφνική νύστα.
Στιγμές αργότερα ξύπνησε από τη ζέστη. Ζέστη; Στο Βόρειο Πόλο; Μα… πως;
Άνοιξε τα μάτια του και είδε μια θάλασσα. Τα έτριψε ξανά και ξανά για να σιγουρευτεί πως δεν βλέπει όνειρο. Όντως, ήταν μια θάλασσα.
Βρισκόταν σε μια παραλία, ένιωσε την άμμο στα χέρια του και σηκώθηκε. Έβγαλε το σκουφί του, το παλτό του, την μπλούζα του και έμεινε με το φανελάκι και το παντελόνι του. Μέχρι και τις μπότες του έβγαλε για να νιώσει την άμμο στα πόδια του. Ήταν τόσο όμορφα. Τόσο λαμπερά. Ούτε ίχνος σκοταδιού. Άρχισε να περπατάει κατά μήκος της παραλίας και να εξερευνεί το μέρος. Κατέληξε πως βρίσκεται σε ένα νησί. Όμορφο, πολύ όμορφο νησί και μικρό. Είδε πολλά φρούτα στα δέντρα και πολλά ζωάκια. Και εκεί, στη γωνία, μόλις γύρισε το βλέμμα του… τις είδε… γοργόνες!
Ήταν αληθινές. Δεν ήταν μόνο στα παιχνίδια που ζητούσαν τα μικρά παιδιά. Υπήρχαν όντως στην πραγματική ζωή. Έτρεξε κοντά τους μονομιάς.
Αυτές όταν τον είδαν τον χαιρέτησαν εγκάρδια.
«Είσαι πολύ όμορφος» είπε η μία.
«Και πολύ γλυκός» είπε μια άλλη.
Ο Κλοντ είχε κοκκινίσει από την ντροπή του από τα πολλά κομπλιμέντα.
«Ευχαριστώ» έλεγε και ξανά έλεγε και όλο και κοκκίνιζε. Ήταν όντως πολύ γλυκός.
«Ήρθες για να ζήσεις μαζί μας;» τον ρώτησε μια ξανθιά γοργόνα.
«Μάλλον. Με έστειλε εδώ ο Άγιος Βασίλης» είπε ο Κλοντ.
«Τότε θα ζήσεις μαζί μας» είπε και η γοργόνα.
Οι μέρες περνούσαν υπέροχα για τον Κλοντ. Έτρωγε φρέσκα φρούτα, έπαιζε με τα ζωάκια και τις γοργόνες, έκανε μπάνιο στη θάλασσα. Ήταν οι διακοπές που δεν είχε πάει ποτέ στη ζωή του.
Μια μέρα καθώς λιαζόταν στην παραλία δίπλα στα βράχια μονολόγησε: «είμαι τόσο ευτυχισμένος».
«Δεν σου λείπει το σπίτι σου;» άκουσε μια φωνή κοντά του. Σηκώθηκε και είδε μια όμορφη γοργόνα με μακριά κόκκινα μαλλιά και μεγάλα γαλανά μάτια να τον κοιτάει.
Ανακάθισε και σκέφτηκε.
«Όχι. Τα τελευταία χρόνια είχε πάψει να είναι σπίτι μου» είπε.
«Δε νιώθεις πως ανήκεις εκεί και όχι εδώ; Είσαι ξωτικό…».
«Ναι, αλλά το γεγονός ότι είμαι ξωτικό δεν θα έπρεπε να κρίνει το που θα ζω ή θα δουλεύω. Θέλω να είμαι ευτυχισμένος. Και εδώ, κοντά σας, νιώθω πως βρήκα την ευτυχία που μου έλειπε εδώ και χρόνια. Τι είναι καλύτερο; Να είμαι δυστυχισμένος και δημιουργώ προβλήματα σε όλους ή να είμαι ευτυχισμένος και να μην δημιουργώ προβλήματα καθόλου;».
«Έχεις δίκιο και έχει λογική η σκέψη σου. Εμείς σε δεχόμαστε κι ας είσαι διαφορετικός. Από τη στιγμή που ήρθες καθάρισε η αύρα σου. Να, αλήθεια σου λέω, όταν εμφανίστηκες είδαμε ένα μαύρο σύννεφο από πάνω σου» γέλασε η γοργόνα.
«Αυτό με έτρωγε. Καλό είναι να πηγαίνουμε εκεί που μας κάνουν χαρούμενους και ευτυχισμένους. Όχι να μένουμε σε κάτι από συνήθεια που μας προκαλεί δυστυχία» της χαμογέλασε γλυκά ο Κλοντ.
Η γοργόνα του χαμογέλασε πίσω και χάζεψαν μαζί τη θάλασσα.
Ο λόγος για τον Κλοντ, ένα από τα άπειρα αθάνατα ξωτικά που δούλευαν για τον Άγιο Βασίλη πάνω στον Βόρειο Πόλο. Όλο το χρόνο είχαν Χριστούγεννα εκεί. Ετοίμαζαν δώρα, έκαναν δουλειές για την πόλη τους, έλεγαν ιστορίες, έτρωγαν μπισκότα με γάλα και άλλα τέτοια όμορφα. Τα όνειρα τους ήταν γλυκά. Όλων των ξωτικών ήταν…
Εκτός από του Κλοντ. Τα τελευταία χρόνια είχαν αρχίσει να γίνονται σκοτεινά και άρρωστα. Έβλεπε να καίει ολοσχερώς την πόλη των Χριστουγέννων μαζί με τα υπόλοιπα ξωτικά και τον Άγιο Βασίλη μέσα. Η συμπεριφορά του ήταν εριστική. Προσπαθούσε να τσακωθεί με όλους και εκνευριζόταν που κανείς δεν ήθελε καβγά μαζί του. Εκνευριζόταν που όλοι είχαν καλή διάθεση και χαμόγελο στα χείλη τους. Είχε βαρεθεί. Μια αιωνιότητα τα ίδια και τα ίδια.
Μια μέρα ο Άγιος Βασίλης, που από καιρό είχε καταλάβει τη σκοτεινή ψυχή του Κλοντ, τον κάλεσε στο σπίτι του για ένα γάλα και ίσως μερικά μπισκότα.
«Αγαπητέ μου Κλοντ, τι σε βασανίζει; Γιατί είσαι τόσο κακός και σκοτεινός με όλους;» ρώτησε ο Άγιος Βασίλης αφού κάθισαν στον σαλόνι του.
«Βαρέθηκα Άγιε. Βαρέθηκα. Θέλω να φύγω. Δεν αντέχω άλλο το κρύο, τα τραγούδια, τη δουλειά… ακόμη και τα μπισκότα» είπε ο Κλοντ και πέταξε το μπισκότο του στο πάτωμα.
Ο Άγιος Βασίλης αναστέναξε.
«Μπορώ να κάνω κάτι για σένα» είπε στο τέλος.
«Τι Άγιε; Μπορείς να με βοηθήσεις;» ρώτησε όλο αγωνία ο Κλοντ.
«Μπορώ».
Ο Άγιος Βασίλης σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα. Στιγμές αργότερα επέστρεψε με ένα ποτήρι παγωμένο τσάι με πολλά παγάκια.
«Άγιε, εδώ πίνουμε μόνο ζεστή σοκολάτα και γάλα» παρατήρησε ο Κλοντ.
«Πιες, και ελπίζω να βρεις αυτό που αναζητάς» είπε με λύπη ο Άγιος Βασίλης και του έτεινε το ποτήρι.
Ο Κλοντ δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά. Έπιασε το ποτήρι και το κατέβασε όλο. Μόλις τελείωσε και η τελευταία του σταγόνα, το άφησε στο τραπεζάκι του καφέ και έγειρε πίσω στην πλάτη του καναπέ το κεφάλι του διότι ένιωσε μια ξαφνική νύστα.
Στιγμές αργότερα ξύπνησε από τη ζέστη. Ζέστη; Στο Βόρειο Πόλο; Μα… πως;
Άνοιξε τα μάτια του και είδε μια θάλασσα. Τα έτριψε ξανά και ξανά για να σιγουρευτεί πως δεν βλέπει όνειρο. Όντως, ήταν μια θάλασσα.
Βρισκόταν σε μια παραλία, ένιωσε την άμμο στα χέρια του και σηκώθηκε. Έβγαλε το σκουφί του, το παλτό του, την μπλούζα του και έμεινε με το φανελάκι και το παντελόνι του. Μέχρι και τις μπότες του έβγαλε για να νιώσει την άμμο στα πόδια του. Ήταν τόσο όμορφα. Τόσο λαμπερά. Ούτε ίχνος σκοταδιού. Άρχισε να περπατάει κατά μήκος της παραλίας και να εξερευνεί το μέρος. Κατέληξε πως βρίσκεται σε ένα νησί. Όμορφο, πολύ όμορφο νησί και μικρό. Είδε πολλά φρούτα στα δέντρα και πολλά ζωάκια. Και εκεί, στη γωνία, μόλις γύρισε το βλέμμα του… τις είδε… γοργόνες!
Ήταν αληθινές. Δεν ήταν μόνο στα παιχνίδια που ζητούσαν τα μικρά παιδιά. Υπήρχαν όντως στην πραγματική ζωή. Έτρεξε κοντά τους μονομιάς.
Αυτές όταν τον είδαν τον χαιρέτησαν εγκάρδια.
«Είσαι πολύ όμορφος» είπε η μία.
«Και πολύ γλυκός» είπε μια άλλη.
Ο Κλοντ είχε κοκκινίσει από την ντροπή του από τα πολλά κομπλιμέντα.
«Ευχαριστώ» έλεγε και ξανά έλεγε και όλο και κοκκίνιζε. Ήταν όντως πολύ γλυκός.
«Ήρθες για να ζήσεις μαζί μας;» τον ρώτησε μια ξανθιά γοργόνα.
«Μάλλον. Με έστειλε εδώ ο Άγιος Βασίλης» είπε ο Κλοντ.
«Τότε θα ζήσεις μαζί μας» είπε και η γοργόνα.
Οι μέρες περνούσαν υπέροχα για τον Κλοντ. Έτρωγε φρέσκα φρούτα, έπαιζε με τα ζωάκια και τις γοργόνες, έκανε μπάνιο στη θάλασσα. Ήταν οι διακοπές που δεν είχε πάει ποτέ στη ζωή του.
Μια μέρα καθώς λιαζόταν στην παραλία δίπλα στα βράχια μονολόγησε: «είμαι τόσο ευτυχισμένος».
«Δεν σου λείπει το σπίτι σου;» άκουσε μια φωνή κοντά του. Σηκώθηκε και είδε μια όμορφη γοργόνα με μακριά κόκκινα μαλλιά και μεγάλα γαλανά μάτια να τον κοιτάει.
Ανακάθισε και σκέφτηκε.
«Όχι. Τα τελευταία χρόνια είχε πάψει να είναι σπίτι μου» είπε.
«Δε νιώθεις πως ανήκεις εκεί και όχι εδώ; Είσαι ξωτικό…».
«Ναι, αλλά το γεγονός ότι είμαι ξωτικό δεν θα έπρεπε να κρίνει το που θα ζω ή θα δουλεύω. Θέλω να είμαι ευτυχισμένος. Και εδώ, κοντά σας, νιώθω πως βρήκα την ευτυχία που μου έλειπε εδώ και χρόνια. Τι είναι καλύτερο; Να είμαι δυστυχισμένος και δημιουργώ προβλήματα σε όλους ή να είμαι ευτυχισμένος και να μην δημιουργώ προβλήματα καθόλου;».
«Έχεις δίκιο και έχει λογική η σκέψη σου. Εμείς σε δεχόμαστε κι ας είσαι διαφορετικός. Από τη στιγμή που ήρθες καθάρισε η αύρα σου. Να, αλήθεια σου λέω, όταν εμφανίστηκες είδαμε ένα μαύρο σύννεφο από πάνω σου» γέλασε η γοργόνα.
«Αυτό με έτρωγε. Καλό είναι να πηγαίνουμε εκεί που μας κάνουν χαρούμενους και ευτυχισμένους. Όχι να μένουμε σε κάτι από συνήθεια που μας προκαλεί δυστυχία» της χαμογέλασε γλυκά ο Κλοντ.
Η γοργόνα του χαμογέλασε πίσω και χάζεψαν μαζί τη θάλασσα.
Το ζευγάρι με τα αστεία ρούχα
Δεν φορούσαν φανταχτερά, χρωματιστά, αστεία ρούχα μόνο στη δουλειά τους αλλά και στην καθημερινότητα τους. Ήταν ένα ζευγάρι που δούλευε ως κλόουν μόνο σε παιδικά πάρτι.
Πάντα ήθελαν παιδιά. Όμως η μοίρα δεν τους άφησε να έχουν. Δεν είναι ότι δεν προσπάθησαν… στους καλύτερους γιατρούς πήγαν. Όμως… η ζωή τα ήθελε αλλιώς. Τα παιδιά ήταν η χαρά τους, γέμιζαν την ψυχή τους. Γι’ αυτό και πάντα ντύνονταν κάπως αστεία. Για να διασκεδάζουν όλα τα παιδάκια που βρίσκονταν στο δρόμο τους. Φτερά στα καπέλα τους, ζώνες με μπαλίτσες, κοσμήματα σαν κουδουνίστρες… έβαζαν φαντασία διότι τα έφτιαχναν μόνοι τους για αυτό και μόνο το λόγο. Να διασκεδάζουν παιδάκια.
Μια μέρα, ο άντρας, έχοντας απηυδήσει από το γεγονός που δεν μπορούσαν να κάνουν χαρούμενο ένα δικό τους παιδί είπε την πιο φανταστική ιδέα στη γυναίκα του που την έκανε να πετάξει στα σύννεφα. Να υιοθετήσουν. Η γυναίκα δέχθηκε μονομιάς και ξεκίνησαν για το πρώτο ορφανοτροφείο της πόλης τους. Όμως η διευθύντρια βλέποντας τα ρούχα τους και την –πέραν του μετρίου- καλή τους διάθεση, αρνήθηκε να τους γνωρίσει στα παιδάκια. Νόμιζε ότι είναι τσαρλατάνοι και πως δεν ήταν ικανοί να φροντίσουν ένα μικρό παιδί παρ’ όλο το γεγονός ότι είχαν ένα καλό εισόδημα από τη δουλειά τους. Το καλό εισόδημα προερχόταν από το γεγονός ότι ήταν πολύ καλοί σε αυτήν. Οπότε τους ζητούσαν συνέχεια να πάνε σε παιδικά πάρτι.
Η στεναχώρια τους ήταν μεγάλη. Γιατί κάποιος να τολμήσει να τους κρίνει από την εξωτερική τους εμφάνιση; Η διευθύντρια τους μίλησε πολύ ανάγωγα και τους έδιωξε.
Δεν πτοήθηκαν όμως. Σκέφτηκαν πως, έστω και προσωρινά, για ένα παιδάκι, θα ήταν καλό να αλλάξουν κάποια πράγματα. Και αυτά τα πράγματα ήταν τα ρούχα τους για να φαίνονται πιο σοβαροί.
Την επόμενη μέρα, φορώντας αντίστοιχα ένα κοστούμι και ένα ταγιέρ σε μαύρο χρώμα με άσπρο πουκάμισο (κάπου είχαν παραπέσει στην ντουλάπα τους αυτά), πήγαν στο επόμενο ορφανοτροφείο της πόλης. Ο διευθυντής εκεί ήταν ένας πολύ ευγενικός και εξυπηρετικός άνθρωπος. Όταν τους ρώτησε τι δουλειά κάνουν είπαν και οι δύο με ένα στόμα «ελεύθεροι επαγγελματίες με εισόδημα άνω του ικανοποιητικού». Ο διευθυντής δεν ήθελε να μάθει κάτι άλλο. Τους πήγε με μιας να γνωρίσουν τα παιδάκια κάθε ηλικίας που βρίσκονταν εκεί. Το ζευγάρι δεν μπορούσε να κρύψει τη χαρά του που βρισκόταν ανάμεσα σε τόσα παιδιά. Έπαιξαν μαζί τους, τους μίλησαν και εν τέλει, ενώ ήθελαν να τα πάρουν όλα στο σπιτικό τους, διάλεξαν μόνο ένα κοκκινομάλλικο αγοράκι με φανταχτερά γαλανά μάτια και φακίδες. Ήταν τόσο γλυκό και όμορφο που έκανε την καρδιά τους να χτυπάει δυνατά. Ήταν ευγενικό και τους αγκάλιασε κατευθείαν.
Η γραφειοκρατία της υιοθεσίας δεν ήταν εύκολη υπόθεση, τους πήρε μερικούς μήνες να καταφέρουν να πάρουν την έγκριση για το παιδάκι.
Όταν όμως την πήραν πετούσαν από χαρά. Έκλαιγαν, γελούσαν, δεν ήξεραν πως να εκφράσουν τα συναισθήματα τους. Έφτασε η στιγμή να πάνε με τα τελευταία χαρτιά στο ορφανοτροφείο και να παραλάβουν το παιδάκι.
Η μοίρα όμως παίζει παράξενα παιχνίδια. Ο άντρας βιαζόταν τόσο πολύ να πάει στο ορφανοτροφείο που έτρεχε με το αυτοκίνητο στο δρόμο. Η γυναίκα δεν είπε κάτι γιατί βιαζόταν το ίδιο. Ένα παιδάκι επιτέλους, ένα παιδάκι στα χέρια τους, στην αγκαλιά τους, που θα μεγάλωνε με αγάπη και στοργή.
Το κόκκινο φανάρι δεν το είδε. Πέρασε το δρόμο και ένα φορτηγό έκανε κομμάτια το μικρό τους αυτοκίνητο αφήνοντας και τους δύο ακαριαία νεκρούς.
Το παιδάκι… το κοκκινομάλλικο παιδάκι… απλά τους περίμενε.
Πάντα ήθελαν παιδιά. Όμως η μοίρα δεν τους άφησε να έχουν. Δεν είναι ότι δεν προσπάθησαν… στους καλύτερους γιατρούς πήγαν. Όμως… η ζωή τα ήθελε αλλιώς. Τα παιδιά ήταν η χαρά τους, γέμιζαν την ψυχή τους. Γι’ αυτό και πάντα ντύνονταν κάπως αστεία. Για να διασκεδάζουν όλα τα παιδάκια που βρίσκονταν στο δρόμο τους. Φτερά στα καπέλα τους, ζώνες με μπαλίτσες, κοσμήματα σαν κουδουνίστρες… έβαζαν φαντασία διότι τα έφτιαχναν μόνοι τους για αυτό και μόνο το λόγο. Να διασκεδάζουν παιδάκια.
Μια μέρα, ο άντρας, έχοντας απηυδήσει από το γεγονός που δεν μπορούσαν να κάνουν χαρούμενο ένα δικό τους παιδί είπε την πιο φανταστική ιδέα στη γυναίκα του που την έκανε να πετάξει στα σύννεφα. Να υιοθετήσουν. Η γυναίκα δέχθηκε μονομιάς και ξεκίνησαν για το πρώτο ορφανοτροφείο της πόλης τους. Όμως η διευθύντρια βλέποντας τα ρούχα τους και την –πέραν του μετρίου- καλή τους διάθεση, αρνήθηκε να τους γνωρίσει στα παιδάκια. Νόμιζε ότι είναι τσαρλατάνοι και πως δεν ήταν ικανοί να φροντίσουν ένα μικρό παιδί παρ’ όλο το γεγονός ότι είχαν ένα καλό εισόδημα από τη δουλειά τους. Το καλό εισόδημα προερχόταν από το γεγονός ότι ήταν πολύ καλοί σε αυτήν. Οπότε τους ζητούσαν συνέχεια να πάνε σε παιδικά πάρτι.
Η στεναχώρια τους ήταν μεγάλη. Γιατί κάποιος να τολμήσει να τους κρίνει από την εξωτερική τους εμφάνιση; Η διευθύντρια τους μίλησε πολύ ανάγωγα και τους έδιωξε.
Δεν πτοήθηκαν όμως. Σκέφτηκαν πως, έστω και προσωρινά, για ένα παιδάκι, θα ήταν καλό να αλλάξουν κάποια πράγματα. Και αυτά τα πράγματα ήταν τα ρούχα τους για να φαίνονται πιο σοβαροί.
Την επόμενη μέρα, φορώντας αντίστοιχα ένα κοστούμι και ένα ταγιέρ σε μαύρο χρώμα με άσπρο πουκάμισο (κάπου είχαν παραπέσει στην ντουλάπα τους αυτά), πήγαν στο επόμενο ορφανοτροφείο της πόλης. Ο διευθυντής εκεί ήταν ένας πολύ ευγενικός και εξυπηρετικός άνθρωπος. Όταν τους ρώτησε τι δουλειά κάνουν είπαν και οι δύο με ένα στόμα «ελεύθεροι επαγγελματίες με εισόδημα άνω του ικανοποιητικού». Ο διευθυντής δεν ήθελε να μάθει κάτι άλλο. Τους πήγε με μιας να γνωρίσουν τα παιδάκια κάθε ηλικίας που βρίσκονταν εκεί. Το ζευγάρι δεν μπορούσε να κρύψει τη χαρά του που βρισκόταν ανάμεσα σε τόσα παιδιά. Έπαιξαν μαζί τους, τους μίλησαν και εν τέλει, ενώ ήθελαν να τα πάρουν όλα στο σπιτικό τους, διάλεξαν μόνο ένα κοκκινομάλλικο αγοράκι με φανταχτερά γαλανά μάτια και φακίδες. Ήταν τόσο γλυκό και όμορφο που έκανε την καρδιά τους να χτυπάει δυνατά. Ήταν ευγενικό και τους αγκάλιασε κατευθείαν.
Η γραφειοκρατία της υιοθεσίας δεν ήταν εύκολη υπόθεση, τους πήρε μερικούς μήνες να καταφέρουν να πάρουν την έγκριση για το παιδάκι.
Όταν όμως την πήραν πετούσαν από χαρά. Έκλαιγαν, γελούσαν, δεν ήξεραν πως να εκφράσουν τα συναισθήματα τους. Έφτασε η στιγμή να πάνε με τα τελευταία χαρτιά στο ορφανοτροφείο και να παραλάβουν το παιδάκι.
Η μοίρα όμως παίζει παράξενα παιχνίδια. Ο άντρας βιαζόταν τόσο πολύ να πάει στο ορφανοτροφείο που έτρεχε με το αυτοκίνητο στο δρόμο. Η γυναίκα δεν είπε κάτι γιατί βιαζόταν το ίδιο. Ένα παιδάκι επιτέλους, ένα παιδάκι στα χέρια τους, στην αγκαλιά τους, που θα μεγάλωνε με αγάπη και στοργή.
Το κόκκινο φανάρι δεν το είδε. Πέρασε το δρόμο και ένα φορτηγό έκανε κομμάτια το μικρό τους αυτοκίνητο αφήνοντας και τους δύο ακαριαία νεκρούς.
Το παιδάκι… το κοκκινομάλλικο παιδάκι… απλά τους περίμενε.
Η καμαριέρα
Το κρουαζιερόπλοιο ήταν μεγάλο. Έκανε υπερατλαντικά ταξίδια με κόσμο από όλες τις χώρες μέσα του. Ξεκινούσε από την Ελλάδα και έφτανε ως την Αυστραλία αφού έκανε τον κύκλο. Σε κάθε λιμάνι άφηνε και παραλάμβανε κόσμο για να του προσφέρει ένα ευχάριστο και πολυτελές ταξίδι.
Για τα δωμάτια του πλοίου δούλευε, μαζί με άλλες, μια καμαριέρα εν ονόματι Hope ή αλλιώς Ελπίδα. Ήταν Ελληνοαμερικανίδα και μικρή σε ηλικία. Έπιασε δουλειά εκεί για να μαζέψει λεφτά και να κυνηγήσει το όνειρο της. Ήθελε να γίνει μπαλαρίνα. Όταν δεν κοιτούσε κανείς χόρευε με τις ώρες είτε στους διαδρόμους του πλοίου είτε στο δωμάτιο της. Είχε και πολύ όμορφη φωνή και σιγοτραγουδούσε μελωδίες κλασικής μουσικής που ταίριαζαν απόλυτα με την κίνηση του σώματος της.
Μια νύχτα, μια άσχημη νύχτα, έπιασε καταιγίδα μεσοπέλαγα.
Κανείς δεν το περίμενε. Όλα φαίνονταν ότι θα κυλούσαν ομαλά στο ταξίδι τους.
Όταν οι σειρήνες ήχησαν τους πέτυχαν όλους στα δωμάτια τους.
Όλους εκτός από τον καπετάνιο όπου ήταν και αυτός που έδωσε το σήμα ότι το πλοίο βυθίζεται. Το προσωπικό οδήγησε τους επιβάτες στις βάρκες και όσες έμειναν προορίζονταν για το ίδιο. Πανικός επικρατούσε με τον κόσμο να φωνάζει και να κλαίει.
Μέσα στην αναμπουμπούλα βγήκε και η μικρή Hope. Έδωσε τη θέση της στη βάρκα σε μια γυναίκα, συνάδελφο, που είχε δυο γιους να την περιμένουν στο λιμάνι που ήταν να φτάσει το πλοίο.
«Ο Θεός να σε έχει καλά» της είπε η γυναίκα και μπήκε στη βάρκα.
Δυστυχώς για την Hope ήταν αργά όμως. Πρόλαβε μόνο ένα σωσίβιο που κράτησε το κεφάλι της πάνω από το νερό μέχρι να βρουν το πτώμα της οι διασώστες.
Φήμες λένε ότι δύτες έψαξαν τα συντρίμμια του πλοίου για να βρουν θησαυρούς. Και μερικοί από αυτούς λένε πως είδαν μια όμορφη κοπέλα να χορεύει στους διαδρόμους του πλοίου και πως άκουγαν καθαρά μια μελωδική φωνή να δίνει ρυθμό στην κίνηση της.
Για τα δωμάτια του πλοίου δούλευε, μαζί με άλλες, μια καμαριέρα εν ονόματι Hope ή αλλιώς Ελπίδα. Ήταν Ελληνοαμερικανίδα και μικρή σε ηλικία. Έπιασε δουλειά εκεί για να μαζέψει λεφτά και να κυνηγήσει το όνειρο της. Ήθελε να γίνει μπαλαρίνα. Όταν δεν κοιτούσε κανείς χόρευε με τις ώρες είτε στους διαδρόμους του πλοίου είτε στο δωμάτιο της. Είχε και πολύ όμορφη φωνή και σιγοτραγουδούσε μελωδίες κλασικής μουσικής που ταίριαζαν απόλυτα με την κίνηση του σώματος της.
Μια νύχτα, μια άσχημη νύχτα, έπιασε καταιγίδα μεσοπέλαγα.
Κανείς δεν το περίμενε. Όλα φαίνονταν ότι θα κυλούσαν ομαλά στο ταξίδι τους.
Όταν οι σειρήνες ήχησαν τους πέτυχαν όλους στα δωμάτια τους.
Όλους εκτός από τον καπετάνιο όπου ήταν και αυτός που έδωσε το σήμα ότι το πλοίο βυθίζεται. Το προσωπικό οδήγησε τους επιβάτες στις βάρκες και όσες έμειναν προορίζονταν για το ίδιο. Πανικός επικρατούσε με τον κόσμο να φωνάζει και να κλαίει.
Μέσα στην αναμπουμπούλα βγήκε και η μικρή Hope. Έδωσε τη θέση της στη βάρκα σε μια γυναίκα, συνάδελφο, που είχε δυο γιους να την περιμένουν στο λιμάνι που ήταν να φτάσει το πλοίο.
«Ο Θεός να σε έχει καλά» της είπε η γυναίκα και μπήκε στη βάρκα.
Δυστυχώς για την Hope ήταν αργά όμως. Πρόλαβε μόνο ένα σωσίβιο που κράτησε το κεφάλι της πάνω από το νερό μέχρι να βρουν το πτώμα της οι διασώστες.
Φήμες λένε ότι δύτες έψαξαν τα συντρίμμια του πλοίου για να βρουν θησαυρούς. Και μερικοί από αυτούς λένε πως είδαν μια όμορφη κοπέλα να χορεύει στους διαδρόμους του πλοίου και πως άκουγαν καθαρά μια μελωδική φωνή να δίνει ρυθμό στην κίνηση της.
Η καρέκλα
Ήταν μοναχική η δουλειά αυτή. Τόσοι και τόσοι είχαν περάσει από την αγκαλιά της. Κανένας καλός άνθρωπος όμως. Όλοι ήταν κλέφτες, βιαστές και δολοφόνοι. Αυτή η λευκή καρέκλα στις Αμερικάνικες φυλακές είχε δει και είχε ακούσει πολλά. Άνθρωποι που βασάνιζαν ανθρώπους, άνθρωποι που σκότωναν ανθρώπους… και όλοι κατέληγαν στην αγκαλιά της. Τους έδεναν τα χέρια, τους έδεναν τα πόδια και τους άφηναν στο έλεος της. Ηλεκτροφόρα καρέκλα βλέπεις. Όλοι όσοι κάθονταν εκεί έβρισκαν τραγικό θάνατο. Επίπονο και τραγικό. Όλοι δεν μετανοούσαν για ότι είχαν κάνει. Μέχρι και την τελευταία τους στιγμή επέμεναν πως έπραξαν καλώς. Με βάση το μυαλό τους πάντα.
Όλοι ήταν ίδιοι και όλοι ήταν ίσοι σε αυτήν την καρέκλα. Όλοι έβρισκαν έναν ισάξιο θάνατο με αυτόν των αμαρτιών τους. Και η καρέκλα εκεί, ακλόνητη για χρόνια. Περνούσε κάποια βασική συντήρηση αλλά είχε χτιστεί τέτοια εμπιστοσύνη στο όνομα της που δεν την άλλαζε κανείς.
Μια νύχτα, σε μια εκτέλεση άκουσε κάτι καινούριο. Ο τρόφιμος των φυλακών που οδηγήθηκε εκεί ορκιζόταν πως είναι αθώος. Πρώτη φορά τέτοια δήλωση ακούστηκε σε εκείνο το χώρο.
«Με παγίδεψαν» φώναζε συνέχεια. Κανείς δεν τον πίστεψε. Τα στοιχεία ήταν όλα εναντίον του. Η καρέκλα όμως είχε μάθει να κρίνει. Δεν ήταν αυτά μάτια δολοφόνου. Όχι… πρώτη φορά ένας αθώος στην αγκαλιά της.
Τον έδεσαν πάνω της και τράβηξαν το μοχλό.
Τίποτα δεν έγινε…
Όλοι ήταν ίδιοι και όλοι ήταν ίσοι σε αυτήν την καρέκλα. Όλοι έβρισκαν έναν ισάξιο θάνατο με αυτόν των αμαρτιών τους. Και η καρέκλα εκεί, ακλόνητη για χρόνια. Περνούσε κάποια βασική συντήρηση αλλά είχε χτιστεί τέτοια εμπιστοσύνη στο όνομα της που δεν την άλλαζε κανείς.
Μια νύχτα, σε μια εκτέλεση άκουσε κάτι καινούριο. Ο τρόφιμος των φυλακών που οδηγήθηκε εκεί ορκιζόταν πως είναι αθώος. Πρώτη φορά τέτοια δήλωση ακούστηκε σε εκείνο το χώρο.
«Με παγίδεψαν» φώναζε συνέχεια. Κανείς δεν τον πίστεψε. Τα στοιχεία ήταν όλα εναντίον του. Η καρέκλα όμως είχε μάθει να κρίνει. Δεν ήταν αυτά μάτια δολοφόνου. Όχι… πρώτη φορά ένας αθώος στην αγκαλιά της.
Τον έδεσαν πάνω της και τράβηξαν το μοχλό.
Τίποτα δεν έγινε…
Η κούκλα
Η Φωτεινή μεγάλωσε με τη γιαγιά της. Οι γονείς της δούλευαν στο εξωτερικό και έστελναν στη γιαγιά κάθε μήνα χρήματα για την ανατροφή του παιδιού. Δεν είχε αδέλφια, μόνο τη γιαγιά της. Η γιαγιά όμως είχε ένα κουσούρι, έκανε συλλογή από πορσελάνινες κούκλες, τις οποίες δεν άφηνε τη Φωτεινή να ακουμπήσει και συνεπώς τις αγαπούσε πιο πολύ από το εγγόνι της. Είχε τρία δωμάτια γεμάτα με αυτές τις κούκλες και τη Φωτεινή την κοίμιζε στην αποθήκη. Μια μέρα όταν ήταν γύρω στα οκτώ η Φωτεινή καθόταν στον καναπέ και η γιαγιά της χτένιζε τα μαλλιά.
«Γιαγιά με αγαπάς;».
«Όχι ακόμη» είπε η γιαγιά. Και η μικρή Φωτεινή δάκρυσε.
Στα δέκα πέντε της έγινε πάλι το ίδιο.
«Γιαγιά με αγαπάς;».
«Όχι ακόμη».
Η Φωτεινή μεγάλωσε όμως, σπούδασε και έπιασε μια καλή δουλειά.
«Γιαγιά με αγαπάς;» της είπε δίνοντας της ένα μεγάλο κουτί. Μέσα είχε μια πορσελάνινη κούκλα.
Η γιαγιά το άνοιξε και κοίταξε την κούκλα.
«Όχι ακόμη» αποκρίθηκε.
Την ίδια νύχτα η Φωτεινή μπήκε στο ένα δωμάτιο με τις κούκλες, το μεγάλο, και ευχήθηκε μέσα από την ψυχή της να την αγαπήσει επιτέλους η γιαγιά της.
Την επόμενη μέρα η γιαγιά μπήκε στο δωμάτιο να χαιρετήσει τις κούκλες όπως έκανε κάθε πρωί. Βρήκε μία στο πάτωμα, την έπιασε στα χέρια της και την κοίταξε. Δεν την είχε ξαναδεί.
«Τώρα γιαγιά; Με αγαπάς;» άκουσε ένα ψίθυρο να έρχεται από την κούκλα.
«Γιαγιά με αγαπάς;».
«Όχι ακόμη» είπε η γιαγιά. Και η μικρή Φωτεινή δάκρυσε.
Στα δέκα πέντε της έγινε πάλι το ίδιο.
«Γιαγιά με αγαπάς;».
«Όχι ακόμη».
Η Φωτεινή μεγάλωσε όμως, σπούδασε και έπιασε μια καλή δουλειά.
«Γιαγιά με αγαπάς;» της είπε δίνοντας της ένα μεγάλο κουτί. Μέσα είχε μια πορσελάνινη κούκλα.
Η γιαγιά το άνοιξε και κοίταξε την κούκλα.
«Όχι ακόμη» αποκρίθηκε.
Την ίδια νύχτα η Φωτεινή μπήκε στο ένα δωμάτιο με τις κούκλες, το μεγάλο, και ευχήθηκε μέσα από την ψυχή της να την αγαπήσει επιτέλους η γιαγιά της.
Την επόμενη μέρα η γιαγιά μπήκε στο δωμάτιο να χαιρετήσει τις κούκλες όπως έκανε κάθε πρωί. Βρήκε μία στο πάτωμα, την έπιασε στα χέρια της και την κοίταξε. Δεν την είχε ξαναδεί.
«Τώρα γιαγιά; Με αγαπάς;» άκουσε ένα ψίθυρο να έρχεται από την κούκλα.
Νεκροταφείο
Το Μεσαίωνα ζούσε μια πολύ ξακουστή μάγισσα, η Κιρίν. Βεβαίως ήταν ξακουστή για τις καλές τις πράξεις όσο και για τις κακές της. Όλοι την φοβόντουσαν αλλά όταν ήθελαν βοήθεια σε εκείνη πήγαιναν. Άλλοι πήγαιναν με καλό σκοπό όπως ο έρωτας και άλλοι με κακό όπως ο θάνατος.
Μια νύχτα, μετά το θάνατο ενός μεγάλου Δούκα, την έπιασαν για να τη δικάσουν.
Ο Δούκας φαινόταν να είχε καταλήξει από φυσικά αίτια όμως η οικογένεια του επέμενε πως ήταν όλα θέμα μαγείας. Κακής μαγείας.
Αυτό που δεν ήξεραν ήταν πως μέρες νωρίτερα η κόρη του Δούκα είχε βρει την Κιρίν για να της φτιάξει ένα φίλτρο του έρωτα. Όμως, όταν η Κιρίν ρώτησε για ποιον είναι το φίλτρο, η κόρη του Δούκα αποκρίθηκε για έναν χωρικό που δούλευε στα χωράφια του πατέρα της. Για κακή της τύχη, τον ίδιο χωρικό αγαπούσε και η Κιρίν. Δεν της έφτιαξε τότε το φίλτρο του έρωτα αλλά ένα για να απωθήσει τον χωρικό. Αυτός όταν το ήπιε, είπε στην κόρη του Δούκα ότι αγαπάει την Κιρίν και θα πάει να ζήσει μαζί της. Η κόρη του Δούκα δεν δέχθηκε αυτήν την προδοσία και σκηνοθέτησε τόπο εγκλήματος με χόρτα και στάχτες που υποδείκνυαν μαγεία γύρω από το κρεβάτι του πατέρα της. Ο χωρικός εν τω μεταξύ βρισκόταν τις τελευταίες μέρες στο σπίτι τις Κιρίν και ζούσαν τον έρωτα τους.
Μετά από μέρες δίκης, καταδίκασαν την Κιρίν σε απαγχονισμό. Τα στοιχεία ήταν όλα εναντίον της. Μέχρι και την τελευταία της στιγμή η Κιρίν ζητούσε να πάει στο σπίτι της. Ήθελε να δει μια τελευταία φορά τον έρωτα της μιας και το τέλος θα ερχόταν. Δεν της έκαναν το χατίρι. Την κρέμασαν ένα μεσημέρι στην πλατεία του χωριού και την έθαψαν σε ένα νεκροταφείο εφτά πόλεις μακριά.
Τα χρόνια πέρασαν, αλλαγές επήλθαν στο περιβάλλον, ο κόσμος εξελίχθηκε. Πλέον, στις μέρες μας, εκεί που ήταν το νεκροταφείο που έθαψαν την Κιρίν βρίσκεται ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο. Μαρτυρίες υπάρχουν για μια μαυροντυμένη γυναίκα που περιφέρεται στους διαδρόμους και ρωτάει τον κόσμο με ποιο τρόπο θα πάει σπίτι της.
Μια νύχτα, μετά το θάνατο ενός μεγάλου Δούκα, την έπιασαν για να τη δικάσουν.
Ο Δούκας φαινόταν να είχε καταλήξει από φυσικά αίτια όμως η οικογένεια του επέμενε πως ήταν όλα θέμα μαγείας. Κακής μαγείας.
Αυτό που δεν ήξεραν ήταν πως μέρες νωρίτερα η κόρη του Δούκα είχε βρει την Κιρίν για να της φτιάξει ένα φίλτρο του έρωτα. Όμως, όταν η Κιρίν ρώτησε για ποιον είναι το φίλτρο, η κόρη του Δούκα αποκρίθηκε για έναν χωρικό που δούλευε στα χωράφια του πατέρα της. Για κακή της τύχη, τον ίδιο χωρικό αγαπούσε και η Κιρίν. Δεν της έφτιαξε τότε το φίλτρο του έρωτα αλλά ένα για να απωθήσει τον χωρικό. Αυτός όταν το ήπιε, είπε στην κόρη του Δούκα ότι αγαπάει την Κιρίν και θα πάει να ζήσει μαζί της. Η κόρη του Δούκα δεν δέχθηκε αυτήν την προδοσία και σκηνοθέτησε τόπο εγκλήματος με χόρτα και στάχτες που υποδείκνυαν μαγεία γύρω από το κρεβάτι του πατέρα της. Ο χωρικός εν τω μεταξύ βρισκόταν τις τελευταίες μέρες στο σπίτι τις Κιρίν και ζούσαν τον έρωτα τους.
Μετά από μέρες δίκης, καταδίκασαν την Κιρίν σε απαγχονισμό. Τα στοιχεία ήταν όλα εναντίον της. Μέχρι και την τελευταία της στιγμή η Κιρίν ζητούσε να πάει στο σπίτι της. Ήθελε να δει μια τελευταία φορά τον έρωτα της μιας και το τέλος θα ερχόταν. Δεν της έκαναν το χατίρι. Την κρέμασαν ένα μεσημέρι στην πλατεία του χωριού και την έθαψαν σε ένα νεκροταφείο εφτά πόλεις μακριά.
Τα χρόνια πέρασαν, αλλαγές επήλθαν στο περιβάλλον, ο κόσμος εξελίχθηκε. Πλέον, στις μέρες μας, εκεί που ήταν το νεκροταφείο που έθαψαν την Κιρίν βρίσκεται ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο. Μαρτυρίες υπάρχουν για μια μαυροντυμένη γυναίκα που περιφέρεται στους διαδρόμους και ρωτάει τον κόσμο με ποιο τρόπο θα πάει σπίτι της.
Ο φακός
Βρισκόμαστε σε ένα βασίλειο του φωτός. Γύρω από το κάστρο του είναι χτισμένη μια πόλη με χαρούμενους ανθρώπους. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν τόσο χαρούμενοι διότι αντλούσαν ενέργεια από έναν ήλιο, μια πηγή φωτός, η οποία έστεκε στον κεντρικό πύργο του κάστρου. Η ζωή αυτών των ανθρώπων ήταν πολύ καλή. Τόσο καλή που τα πλάσματα, τα σκοτεινά πλάσματα, έξω από το βασίλειο τη ζήλευαν και την ήθελαν. Όμως… δεν μπορούσαν να πλησιάσουν την πόλη του φωτός γιατί ο ήλιος ήταν δυνατός και τα έκαιγε.
Μια νύχτα τα πλάσματα αυτά έφτιαξαν μια τεράστια σφεντόνα και έσπασαν τον ήλιο των χαρούμενων ανθρώπων. Η πόλη βυθίστηκε στο σκοτάδι. Όλοι άρχισαν να πανικοβάλλονται. Τα πλάσματα έκαναν επίθεση στην πόλη τους για να τους φάνε όλους. Λίγο πριν πέσουν τα τείχη ένας γενναίος ιππότης άναψε το φακό του και τον έστρεψε πάνω σε ένα πλάσμα του σκοταδιού. Αυτό κάηκε μονομιάς. Η ενέργεια και το φως του φακού προερχόταν από τον ήλιο τους. Γι αυτό και τα πλάσματα δεν το άντεχαν. Οι υπόλοιποι ιππότες τον μιμήθηκαν και έτσι έληξε ένδοξα η μάχη εναντίον ανθρώπων και πλασμάτων.
Την επόμενη κιόλας μέρα είχαν αντικαταστήσει τον ήλιο τους.
Μια νύχτα τα πλάσματα αυτά έφτιαξαν μια τεράστια σφεντόνα και έσπασαν τον ήλιο των χαρούμενων ανθρώπων. Η πόλη βυθίστηκε στο σκοτάδι. Όλοι άρχισαν να πανικοβάλλονται. Τα πλάσματα έκαναν επίθεση στην πόλη τους για να τους φάνε όλους. Λίγο πριν πέσουν τα τείχη ένας γενναίος ιππότης άναψε το φακό του και τον έστρεψε πάνω σε ένα πλάσμα του σκοταδιού. Αυτό κάηκε μονομιάς. Η ενέργεια και το φως του φακού προερχόταν από τον ήλιο τους. Γι αυτό και τα πλάσματα δεν το άντεχαν. Οι υπόλοιποι ιππότες τον μιμήθηκαν και έτσι έληξε ένδοξα η μάχη εναντίον ανθρώπων και πλασμάτων.
Την επόμενη κιόλας μέρα είχαν αντικαταστήσει τον ήλιο τους.
Έρωτας στα ξαφνικά
Για την 23χρονη Μαρία δεν είχαν σημασία οι άντρες, οι σχέσεις, οι φιλίες…
Ήταν εργασιομανής. Δούλευε σε μια μεγάλη διαφημιστική εταιρία εδώ και ένα χρόνο, από τότε που πήρε το πτυχίο της στις Δημόσιες Σχέσεις και τα κατάφερνε πολύ καλά για τον εαυτό της. Οι ώρες δουλειάς ήταν πολλές αλλά ο μισθός αρκετά ικανοποιητικός. Έτσι κι αλλιώς μια κοπέλα 23ων χρονών, χωρίς οικογένεια, δεν χρειαζόταν πολλά θα πίστευε κανείς.
Η Μαρία όμως, σε αντίθεση με πολλές κοπέλες της ηλικίας της, είχε ένα κουσούρι –ας το πούμε-. Λάτρευε τα παπούτσια. Πρέπει αν είχε πάνω από ογδόντα ζευγάρια στην ντουλάπα της. Κάθε μέρα αγόραζε και ένα καινούριο. Όλοι στη δουλειά είχαν παρατηρήσει πως κάθε μέρα πήγαινε με διαφορετικό ζευγάρι παπούτσια και συχνά την πείραζαν.
«Σαρανταποδαρούσα να ήσουν Μαράκι, τόσα παπούτσια δεν θα είχες» της έλεγε το αφεντικό της και η Μαρία κοκκίνιζε γιατί το έπαιρνε ως κομπλιμέντο.
Ένα ωραίο απόγευμα του χειμώνα, καθώς γυρνούσε από τη δουλειά της, είπε να κάνει μια βόλτα στα μαγαζιά να δει τι νέο κυκλοφορεί στην αγορά.
Και εκεί… σε μια βιτρίνα ενός πολύ ακριβού μαγαζιού… τις είδε. Ψηλές, κόκκινες βελούδινες μπότες με ένα φιόγκο στο σημείο που είναι το μπούτι και έναν ακόμη στο σημείο που είναι το γόνατο. Ήταν… έρωτας στα ξαφνικά.
Μπήκε με μιας στο μαγαζί και έψαξε την πωλήτρια. Η κάρτα της δεν ήταν πολύ φορτωμένη αλλά… πόσο να είχαν αυτές οι υπέροχες μπότες; «Δεν θα έχουν πάνω από διακόσια ευρώ. Έχω να τις αγοράσω» σκέφτηκε η Μαρία. Βρήκε την πωλήτρια.
«Πόσο έχουν αυτές οι μπότες στη βιτρίνα;» ρώτησε απευθείας.
«Μικρή μου φαίνεσαι, σίγουρα δεν είναι για την τσέπη σου» είπε η πωλήτρια με ένα πολύ ξινό ύφος.
«Δεν σε αφορά τι είναι και τι δεν είναι για την τσέπη μου. Πόσο κάνουν;» δυναμική η Μαρία από μικρή. Και ήθελε αυτές τις μπότες.
«Χίλια» είπε ξινά η πωλήτρια.
Η Μαρία έκανε μερικούς γρήγορους υπολογισμούς στο κεφάλι της. Είχε χίλια ευρώ αλλά έπρεπε την επόμενη μέρα να κάνει κατάθεση το ενοίκιο της καθώς επίσης να πληρώσει και κάτι λογαριασμούς. Οι λογαριασμοί θα μπορούσαν να περιμένουν, άλλωστε ήταν πάντα τυπική. Το ενοίκιο όμως;
«Και σε προειδοποιώ μικρή, έχω μόνο το ζευγάρι της βιτρίνας και είναι σε 37. Όλες αυτές θέλουνε» είπε η πωλήτρια και σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος της.
«Φοράω 38…» ψέλλισε η Μαρία.
«Στο είπα, δεν είναι για σένα».
«Ξέρεις κάτι; Δεν είναι όντως για μένα. Δεν θέλω να φορέσω κάτι που φοράνε όλες οι ψηλομύτες σαν εσένα. Θα πάρει αξία πάνω μου ενώ είναι κάτι τόσο φθηνό». Γύρισε την πλάτη της και έφυγε κυρία από το μαγαζί.
Όπως έφευγε έριξε μια τελευταία ματιά στις μπότες. Μπορεί να μην τις πήρε αλλά τουλάχιστον κράτησε την αξιοπρέπεια της. Το ενοίκιο πληρώθηκε κανονικά καθώς και οι λογαριασμοί.
Ήταν εργασιομανής. Δούλευε σε μια μεγάλη διαφημιστική εταιρία εδώ και ένα χρόνο, από τότε που πήρε το πτυχίο της στις Δημόσιες Σχέσεις και τα κατάφερνε πολύ καλά για τον εαυτό της. Οι ώρες δουλειάς ήταν πολλές αλλά ο μισθός αρκετά ικανοποιητικός. Έτσι κι αλλιώς μια κοπέλα 23ων χρονών, χωρίς οικογένεια, δεν χρειαζόταν πολλά θα πίστευε κανείς.
Η Μαρία όμως, σε αντίθεση με πολλές κοπέλες της ηλικίας της, είχε ένα κουσούρι –ας το πούμε-. Λάτρευε τα παπούτσια. Πρέπει αν είχε πάνω από ογδόντα ζευγάρια στην ντουλάπα της. Κάθε μέρα αγόραζε και ένα καινούριο. Όλοι στη δουλειά είχαν παρατηρήσει πως κάθε μέρα πήγαινε με διαφορετικό ζευγάρι παπούτσια και συχνά την πείραζαν.
«Σαρανταποδαρούσα να ήσουν Μαράκι, τόσα παπούτσια δεν θα είχες» της έλεγε το αφεντικό της και η Μαρία κοκκίνιζε γιατί το έπαιρνε ως κομπλιμέντο.
Ένα ωραίο απόγευμα του χειμώνα, καθώς γυρνούσε από τη δουλειά της, είπε να κάνει μια βόλτα στα μαγαζιά να δει τι νέο κυκλοφορεί στην αγορά.
Και εκεί… σε μια βιτρίνα ενός πολύ ακριβού μαγαζιού… τις είδε. Ψηλές, κόκκινες βελούδινες μπότες με ένα φιόγκο στο σημείο που είναι το μπούτι και έναν ακόμη στο σημείο που είναι το γόνατο. Ήταν… έρωτας στα ξαφνικά.
Μπήκε με μιας στο μαγαζί και έψαξε την πωλήτρια. Η κάρτα της δεν ήταν πολύ φορτωμένη αλλά… πόσο να είχαν αυτές οι υπέροχες μπότες; «Δεν θα έχουν πάνω από διακόσια ευρώ. Έχω να τις αγοράσω» σκέφτηκε η Μαρία. Βρήκε την πωλήτρια.
«Πόσο έχουν αυτές οι μπότες στη βιτρίνα;» ρώτησε απευθείας.
«Μικρή μου φαίνεσαι, σίγουρα δεν είναι για την τσέπη σου» είπε η πωλήτρια με ένα πολύ ξινό ύφος.
«Δεν σε αφορά τι είναι και τι δεν είναι για την τσέπη μου. Πόσο κάνουν;» δυναμική η Μαρία από μικρή. Και ήθελε αυτές τις μπότες.
«Χίλια» είπε ξινά η πωλήτρια.
Η Μαρία έκανε μερικούς γρήγορους υπολογισμούς στο κεφάλι της. Είχε χίλια ευρώ αλλά έπρεπε την επόμενη μέρα να κάνει κατάθεση το ενοίκιο της καθώς επίσης να πληρώσει και κάτι λογαριασμούς. Οι λογαριασμοί θα μπορούσαν να περιμένουν, άλλωστε ήταν πάντα τυπική. Το ενοίκιο όμως;
«Και σε προειδοποιώ μικρή, έχω μόνο το ζευγάρι της βιτρίνας και είναι σε 37. Όλες αυτές θέλουνε» είπε η πωλήτρια και σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος της.
«Φοράω 38…» ψέλλισε η Μαρία.
«Στο είπα, δεν είναι για σένα».
«Ξέρεις κάτι; Δεν είναι όντως για μένα. Δεν θέλω να φορέσω κάτι που φοράνε όλες οι ψηλομύτες σαν εσένα. Θα πάρει αξία πάνω μου ενώ είναι κάτι τόσο φθηνό». Γύρισε την πλάτη της και έφυγε κυρία από το μαγαζί.
Όπως έφευγε έριξε μια τελευταία ματιά στις μπότες. Μπορεί να μην τις πήρε αλλά τουλάχιστον κράτησε την αξιοπρέπεια της. Το ενοίκιο πληρώθηκε κανονικά καθώς και οι λογαριασμοί.
Εξελίξεις
Ο Θωμάς ήταν ερωτευμένος με τη Νίκη εδώ και τέσσερα χρόνια. Όσα δηλαδή δούλευε στο λογιστικό γραφείο. Από την πρώτη στιγμή που την είδε η καρδιά του έχασε το ρυθμό της. Έπειτα ένιωθε πως ζούσε και υπήρχε μόνο για εκείνη. Το πρόβλημα ήταν πως η Νίκη ήταν το αφεντικό του και δέκα χρόνια μεγαλύτερη του. Όμως, ο κακομοίρης ο Θωμάς, όποτε την έβλεπε έλιωνε. Η Νίκη φαινόταν να μην έχει καταλάβει κάτι. Δεν του φέρθηκε ποτέ άσχημα αλλά του έβαζε συνέχεια δύσκολες και χρονοβόρες δουλειές. Ήταν απαιτητική όσον αφορούσε τις δουλειές του γραφείου. Γι αυτό και όλοι οι υπάλληλοι δούλευαν σκληρά και οι πελάτες ήταν πάντα ικανοποιημένοι. Το μυστικό του Θωμά το ήξερε μόνο ο καλύτερος του φίλος ο Κώστας, ένας συνάδελφος.
Μια μέρα, οι δυο φίλοι ήρθαν σε αντιπαράθεση με αφορμή μια καταχώρηση που έκανε λάθος ο Κώστας. Ο Θωμάς ήταν έξω φρενών. Μπήκε στο γραφείο του φουριόζος και άρχισε να του φωνάζει. Λόγω αυτού του λάθους δεν του έβγαινε ο Ισολογισμός της εταιρίας. Όλη μέρα προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε πάει λάθος και είχε αφήσει πίσω άλλες δουλειές πιο σημαντικές. Ο Θωμάς φώναζε στον Κώστα με μανία μέχρι που τον απείλησε για την σωματική του ακεραιότητα.
Ο Κώστας σηκώθηκε από την καρέκλα του γραφείου του. Όλοι ήταν γύρω τους, ακόμη και η Νίκη, και παρακολουθούσαν τον καβγά.
«Δεν έχεις τα κότσια να κάνεις κάτι, όπως δεν έχεις τα κότσια να πεις στη Νίκη ότι την αγαπάς εδώ και τέσσερα χρόνια» του είπε ο Κώστας και τον έσπρωξε.
Ο Θωμάς είχε παγώσει, όλο το γραφείο είχε παγώσει. Η Νίκη ήταν εκεί, τον άκουσε, τον έβλεπε…
Ο Θωμάς γύρισε αργά και την κοίταξε. Ήταν χλομός σαν πανί. Άρχισε να ιδρώνει.
«Θα έχουμε εξελίξεις» ψιθύρισε μια συνάδελφος σε μια άλλη.
Η Νίκη με ήρεμο βήμα τον πλησίασε.
«Είναι αλήθεια αυτό Θωμά;» τον ρώτησε με ψυχραιμία.
«Εγώ… Νίκη…» άρχισε να ψελλίζει ο Θωμάς. Κατέβασε το βλέμμα του. Η ζημιά έγινε. Δεν είχε γυρισμό.
«Ναι, αλήθεια είναι. Είμαι ξετρελαμένος μαζί σου» της είπε και την κοίταξε στα μάτια. «Αν θες να με απολύσεις θα το καταλάβω» συμπλήρωσε.
«Να σε απολύσω; Τον άντρα που μου κίνησε το ενδιαφέρον από την πρώτη στιγμή; Όχι, να σε φιλήσω θέλω» είπε η Νίκη στον ίδιο ήρεμο τόνο.
Ο Θωμάς είδε το πράσινο φως και έκανε μια κίνηση που ήθελε εδώ και τέσσερα χρόνια. Την έπιασε από τη μέση και τη φίλησε γλυκά. Όλο το γραφείο γέμισε χειροκροτήματα.
«Με σένα θα τα πούμε μετά» είπε στον Κώστα ο Θωμάς.
«Δεν έχουμε να πούμε κάτι φιλαράκο. Μου χρωστάς» είπε ο Κώστας και του έκλεισε το μάτι πονηρά.
Μια μέρα, οι δυο φίλοι ήρθαν σε αντιπαράθεση με αφορμή μια καταχώρηση που έκανε λάθος ο Κώστας. Ο Θωμάς ήταν έξω φρενών. Μπήκε στο γραφείο του φουριόζος και άρχισε να του φωνάζει. Λόγω αυτού του λάθους δεν του έβγαινε ο Ισολογισμός της εταιρίας. Όλη μέρα προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε πάει λάθος και είχε αφήσει πίσω άλλες δουλειές πιο σημαντικές. Ο Θωμάς φώναζε στον Κώστα με μανία μέχρι που τον απείλησε για την σωματική του ακεραιότητα.
Ο Κώστας σηκώθηκε από την καρέκλα του γραφείου του. Όλοι ήταν γύρω τους, ακόμη και η Νίκη, και παρακολουθούσαν τον καβγά.
«Δεν έχεις τα κότσια να κάνεις κάτι, όπως δεν έχεις τα κότσια να πεις στη Νίκη ότι την αγαπάς εδώ και τέσσερα χρόνια» του είπε ο Κώστας και τον έσπρωξε.
Ο Θωμάς είχε παγώσει, όλο το γραφείο είχε παγώσει. Η Νίκη ήταν εκεί, τον άκουσε, τον έβλεπε…
Ο Θωμάς γύρισε αργά και την κοίταξε. Ήταν χλομός σαν πανί. Άρχισε να ιδρώνει.
«Θα έχουμε εξελίξεις» ψιθύρισε μια συνάδελφος σε μια άλλη.
Η Νίκη με ήρεμο βήμα τον πλησίασε.
«Είναι αλήθεια αυτό Θωμά;» τον ρώτησε με ψυχραιμία.
«Εγώ… Νίκη…» άρχισε να ψελλίζει ο Θωμάς. Κατέβασε το βλέμμα του. Η ζημιά έγινε. Δεν είχε γυρισμό.
«Ναι, αλήθεια είναι. Είμαι ξετρελαμένος μαζί σου» της είπε και την κοίταξε στα μάτια. «Αν θες να με απολύσεις θα το καταλάβω» συμπλήρωσε.
«Να σε απολύσω; Τον άντρα που μου κίνησε το ενδιαφέρον από την πρώτη στιγμή; Όχι, να σε φιλήσω θέλω» είπε η Νίκη στον ίδιο ήρεμο τόνο.
Ο Θωμάς είδε το πράσινο φως και έκανε μια κίνηση που ήθελε εδώ και τέσσερα χρόνια. Την έπιασε από τη μέση και τη φίλησε γλυκά. Όλο το γραφείο γέμισε χειροκροτήματα.
«Με σένα θα τα πούμε μετά» είπε στον Κώστα ο Θωμάς.
«Δεν έχουμε να πούμε κάτι φιλαράκο. Μου χρωστάς» είπε ο Κώστας και του έκλεισε το μάτι πονηρά.
Πειρατική γνώση
Βρισκόμαστε σε μια εποχή πειρατών. Όπου οι καλύτεροι άντρες είναι σε πειρατικά πλοία και διασχίζουν τους ωκεανούς ψάχνοντας για θησαυρούς.
Στην Ελλάδα του τότε, ένας ήταν ο καλύτερος πειρατής. Καπετάνιος χρόνια με το όνομα «Μαύρο Γεράκι», διέσχιζε τις θάλασσες και πάντα πήγαινε στον τόπο του με ένα νέο θησαυρό για την οικογένεια του.
Έτσι έγινε και αυτή τη φορά. Το Μαύρο Γεράκι πήγε στον τόπο του με ένα μεγάλο σεντούκι. Το ίδιο βράδυ που ξάπλωσε με τη γυναίκα του, το σεντούκι κλάπηκε από την οικογένεια Αθανασίου που είχε δυο μεγάλους γιους. Δεν πρόφτασαν να φτάσουν σπίτι τους και τους επιτέθηκε η οικογένεια Βιτάλη που είχε τρεις μεγάλους γιους και τους πήρε το σεντούκι. Όταν το πήγαν σπίτι τους, πριν καταφέρουν να το ανοίξουν, τους το έκλεψε η οικογένεια Γούναρη. Αυτό συνεχίστηκε όλη τη νύχτα. Ο ένας να κλέβει από τον άλλον το σεντούκι με τον πολυπόθητο θησαυρό. Το σεντούκι πέρασε από τα χέρια όλων αλλά κανείς δεν πρόφταινε να το ανοίξει.
Κάποια στιγμή τις πρώτες πρωινές ώρες το Μαύρο Γεράκι κατάλαβε τι γινόταν και ανέκτησε το σεντούκι από την οικογένεια Νικολάου.
Το πήγε στη μέση της πλατείας και το άνοιξε. Μέσα, προς έκπληξη όλων, δεν υπήρχε ένας κοινός θησαυρός από χρυσάφι και διαμάντια. Υπήρχαν… βιβλία.
«Ο πολυτιμότερος θησαυρός σε αυτή τη ζωή είναι η γνώση» είπε το Μαύρο Γεράκι δυνατά για να τον ακούσουν όλοι οι παραβρισκόμενοι.
Στην αρχή δεν το κατάλαβαν όλοι και άρχισαν να μουρμουρίζουν. Έπειτα το Μαύρο Γεράκι εξήγησε: «Στα τόσα ταξίδια που έχω κάνει, τίποτα δεν μου φάνηκε πιο πολύτιμο από τις γνώσεις μου για τον καιρό, την αστρονομία και τη διάθεση της θάλασσας. Ένα διαμαντένιο κολιέ είναι όμορφο ναι, αλλά δεν θα σου πει ποιον άνεμο να ακολουθήσεις. Μια χρυσή αλυσίδα αξίζει πολλά αλλά δεν θα σου πει τι είναι καλό να φας από τη θάλασσα».
Τότε όλοι κατάλαβαν. Έδωσε από ένα βιβλίο στις οικογένειες που ήταν να τον ακολουθήσουν στην επόμενη περιπέτεια του και άνοιξε και αυτός ένα.
Στην Ελλάδα του τότε, ένας ήταν ο καλύτερος πειρατής. Καπετάνιος χρόνια με το όνομα «Μαύρο Γεράκι», διέσχιζε τις θάλασσες και πάντα πήγαινε στον τόπο του με ένα νέο θησαυρό για την οικογένεια του.
Έτσι έγινε και αυτή τη φορά. Το Μαύρο Γεράκι πήγε στον τόπο του με ένα μεγάλο σεντούκι. Το ίδιο βράδυ που ξάπλωσε με τη γυναίκα του, το σεντούκι κλάπηκε από την οικογένεια Αθανασίου που είχε δυο μεγάλους γιους. Δεν πρόφτασαν να φτάσουν σπίτι τους και τους επιτέθηκε η οικογένεια Βιτάλη που είχε τρεις μεγάλους γιους και τους πήρε το σεντούκι. Όταν το πήγαν σπίτι τους, πριν καταφέρουν να το ανοίξουν, τους το έκλεψε η οικογένεια Γούναρη. Αυτό συνεχίστηκε όλη τη νύχτα. Ο ένας να κλέβει από τον άλλον το σεντούκι με τον πολυπόθητο θησαυρό. Το σεντούκι πέρασε από τα χέρια όλων αλλά κανείς δεν πρόφταινε να το ανοίξει.
Κάποια στιγμή τις πρώτες πρωινές ώρες το Μαύρο Γεράκι κατάλαβε τι γινόταν και ανέκτησε το σεντούκι από την οικογένεια Νικολάου.
Το πήγε στη μέση της πλατείας και το άνοιξε. Μέσα, προς έκπληξη όλων, δεν υπήρχε ένας κοινός θησαυρός από χρυσάφι και διαμάντια. Υπήρχαν… βιβλία.
«Ο πολυτιμότερος θησαυρός σε αυτή τη ζωή είναι η γνώση» είπε το Μαύρο Γεράκι δυνατά για να τον ακούσουν όλοι οι παραβρισκόμενοι.
Στην αρχή δεν το κατάλαβαν όλοι και άρχισαν να μουρμουρίζουν. Έπειτα το Μαύρο Γεράκι εξήγησε: «Στα τόσα ταξίδια που έχω κάνει, τίποτα δεν μου φάνηκε πιο πολύτιμο από τις γνώσεις μου για τον καιρό, την αστρονομία και τη διάθεση της θάλασσας. Ένα διαμαντένιο κολιέ είναι όμορφο ναι, αλλά δεν θα σου πει ποιον άνεμο να ακολουθήσεις. Μια χρυσή αλυσίδα αξίζει πολλά αλλά δεν θα σου πει τι είναι καλό να φας από τη θάλασσα».
Τότε όλοι κατάλαβαν. Έδωσε από ένα βιβλίο στις οικογένειες που ήταν να τον ακολουθήσουν στην επόμενη περιπέτεια του και άνοιξε και αυτός ένα.
Το γατοπόδαρο
Βρισκόμαστε στην Άγρια Δύση μια νύχτα στο σαλούν. Εκεί που όλοι οι cowboys πίνουν, γλεντούν και χαρτοπαίζουν. Ένας cowboy ξεχωρίζει. Βρίσκεται σε ένα τραπέζι με άλλους τρεις και παίζουν πόκερ με γύρω τους πολύ κόσμο. Ο cowboy μας, ο Steve, έχει μαζέψει όλες τις μάρκες και τα λεφτά και έχει κυριολεκτικά ξεβρακώσει τους αντιπάλους του. Οι κοπέλες ζητωκραυγάζουν και του χαρίζουν χαμόγελα και φιλιά.
Ο Steve, πάντα πριν μοιραστούν τα φύλλα για τον επόμενο γύρο, βάζει το χέρι του στην τσέπη για μερικά δευτερόλεπτα και έπειτα σηκώνει τα φύλλα του. Πάντα έχει το καλύτερο χέρι.
Πάμε λίγο πίσω. Μερικά χρόνια πριν.
Ο Steve είναι ένας πολύ άτυχος άντρας. Τα γελάδια του το σκάνε, τα πρόβατα τα τρώνε οι λύκοι και γενικά χάνει τα ζώα του συνέχεια και με το ζόρι κρατάει τη φάρμα του.
Μια νύχτα ενώ κλαίει στο πλατύσκαλο του σπιτιού του τον πλησιάζει ένας γέροντας που εμφανίστηκε από το πουθενά.
«Μην κλαις αγόρι μου και όλα θα φτιάξουν» του είπε.
«Τι θα φτιάξει γέροντα; Η τύχη δεν με θέλει. Θα χάσω τη φάρμα μου».
«Να, πάρε αυτό, χάιδεψε το κάθε φορά που θα το χρειάζεσαι και θα σου φέρει τύχη» είπε ο γέροντας και του έδωσε ένα γατοπόδαρο.
Ο Steve το πήρε σκεφτόμενος ότι δεν έχει κάτι άλλο να χάσει και το έβαλε στην τσέπη του. Ευχαρίστησε τον γέροντα και αυτός χάθηκε μες τη νύχτα.
Από την επόμενη κιόλας μέρα η τύχη του Steve άλλαξε. Όποτε τα έβρισκε σκούρα χάιδευε το γατοπόδαρο και ξαφνικά η τύχη τον ευνοούσε. Κατάφερε και σώσει τη φάρμα του, να αποκτήσει κι άλλα ζώα και να τη μεγαλώσει.
Βρήκε μια καλή γυναίκα που τον αγαπούσε και έκαναν και δυο παιδιά. Αλλά τα παιδιά έχουν έξοδα. Γι αυτό και σήμερα είναι στο σαλούν και παίζει χαρτιά. Τα ζώα και η φάρμα δεν τους παρέχουν αρκετά για να τα μεγαλώσουν.
Ο Steve είναι ένας τυχερός άντρας.
Ο Steve, πάντα πριν μοιραστούν τα φύλλα για τον επόμενο γύρο, βάζει το χέρι του στην τσέπη για μερικά δευτερόλεπτα και έπειτα σηκώνει τα φύλλα του. Πάντα έχει το καλύτερο χέρι.
Πάμε λίγο πίσω. Μερικά χρόνια πριν.
Ο Steve είναι ένας πολύ άτυχος άντρας. Τα γελάδια του το σκάνε, τα πρόβατα τα τρώνε οι λύκοι και γενικά χάνει τα ζώα του συνέχεια και με το ζόρι κρατάει τη φάρμα του.
Μια νύχτα ενώ κλαίει στο πλατύσκαλο του σπιτιού του τον πλησιάζει ένας γέροντας που εμφανίστηκε από το πουθενά.
«Μην κλαις αγόρι μου και όλα θα φτιάξουν» του είπε.
«Τι θα φτιάξει γέροντα; Η τύχη δεν με θέλει. Θα χάσω τη φάρμα μου».
«Να, πάρε αυτό, χάιδεψε το κάθε φορά που θα το χρειάζεσαι και θα σου φέρει τύχη» είπε ο γέροντας και του έδωσε ένα γατοπόδαρο.
Ο Steve το πήρε σκεφτόμενος ότι δεν έχει κάτι άλλο να χάσει και το έβαλε στην τσέπη του. Ευχαρίστησε τον γέροντα και αυτός χάθηκε μες τη νύχτα.
Από την επόμενη κιόλας μέρα η τύχη του Steve άλλαξε. Όποτε τα έβρισκε σκούρα χάιδευε το γατοπόδαρο και ξαφνικά η τύχη τον ευνοούσε. Κατάφερε και σώσει τη φάρμα του, να αποκτήσει κι άλλα ζώα και να τη μεγαλώσει.
Βρήκε μια καλή γυναίκα που τον αγαπούσε και έκαναν και δυο παιδιά. Αλλά τα παιδιά έχουν έξοδα. Γι αυτό και σήμερα είναι στο σαλούν και παίζει χαρτιά. Τα ζώα και η φάρμα δεν τους παρέχουν αρκετά για να τα μεγαλώσουν.
Ο Steve είναι ένας τυχερός άντρας.
Ο περίεργος κλόουν
Βρισκόμαστε στο 1950, σε ένα τσίρκο στην Αθήνα. Σουρουπώνει σιγά-σιγά και, για μια ακόμη φορά, η παράσταση ξεκινάει. Ακροβάτες, ταχυδακτυλουργοί, ζώα και κλόουν κάνουν χαρούμενα τις βόλτες τους στην κεντρική αλάνα του τσίρκου. Ένα νούμερο όμως ξεχωρίζει, ένα είναι το καλύτερο… ο Blackie ο κλόουν. Το ιδιαίτερο με αυτόν τον κλόουν είναι το χαμόγελο του. Δεν είναι χαρούμενο όπως των άλλων κλόουν, είναι λυπημένο με μερικά δάκρυα ζωγραφισμένα κάτω από τα γαλανά ματάκια του. Ο Blackie είναι ο καλύτερος απ όλους. Κάνει τον κόσμο να διασκεδάζει με τις γκάφες του, κάνει τα παιδάκια να γελάνε και όλοι, ακόμη και τα αφεντικά του, είναι ικανοποιημένοι από την απόδοση του.
Μια νύχτα με πανσέληνο, ο Blackie, τελειώνοντας ακόμη μια παράσταση, πήγε προς το τροχόσπιτο του να ξεκουραστεί. Πριν προλάβει να φτάσει και να αφαιρέσει τις μπογιές απ το πρόσωπο του, βρήκε τραγικό και βίαιο θάνατο από ξυλοδαρμό εκνευρισμένων γονέων. Ένα από τα νούμερα του Blackie ήταν να δίνει ένα μπαλόνι σε ένα παιδάκι και έπειτα να το σκάει. Το παιδάκι που το έκανε αυτό εκείνο το βράδυ στην τελευταία του παράσταση, είχε πολύ αυστηρούς γονείς και δεν θεώρησαν καθόλου αστείο το νούμερο του γιατί το παιδάκι έκλαψε. Όμως ο Blackie λάτρευε τα παιδιά, και έδωσε στο παιδάκι δύο μπαλόνια μετά και το παιδάκι χαμογέλασε ξανά. Οι γονείς όμως δεν τον άφησαν να εξηγήσει τη θέση του και του επιτέθηκαν με ξύλα. Λίγε στιγμές αργότερα, ο Blackie, ήταν αιμόφυρτος στο δρόμο.
Εν έτη 2018, 68 χρόνια μετά το συμβάν, το τσίρκο έχει κλείσει και έχει χαθεί. Στη θέση του και στη θέση των τροχόσπιτων είχαν αναγερθεί καινούριες, σύγχρονες πολυκατοικίες και μερικές μονοκατοικίες.
Μια καινούρια οικογένεια μετακομίζει σε μια από τις μονοκατοικίες η οποία είναι τριμελής. Το αστείο είναι πως η μονοκατοικία είναι χτισμένη πάνω στο σημείο όπου ήταν κάποτε ο δρόμος που δολοφονήθηκε ο Blackie. Μη γνωρίζοντας την ιστορία του Blackie και του άδικου θανάτου του, η οικογένεια μετακόμισε κανονικά.
Απ το πρώτο βράδυ άκουγαν από το παιδικό δωμάτιο το παιδάκι τους, που ήταν τεσσάρων χρονών, να γελάει. Στην αρχή πίστεψαν ότι έπαιζε και γελούσε μόνο του αλλά μετά από τρία βράδια μπήκαν στο δωμάτιο του και το είδαν να κοιτάει το παράθυρο και να γελάει.
«Με τι γελάς;» ρώτησε επιθετικά ο πατέρας του που είχε χάσει τον ύπνο του εδώ και τρία βράδια.
«Με τον κλόουν» είπε το παιδάκι και έδειξε το παράθυρο. Κάτω από το παράθυρο όμως, στο πάτωμα, υπήρχε ένας λούτρινος κλόουν. Οι γονείς τον κοίταξαν, δεν έδωσαν σημασία και του είπαν να κάνει ησυχία για να κοιμηθούν.
Το παιδάκι υπάκουσε και δεν τους ενόχλησε άλλο εκείνο το βράδυ.
Το επόμενο όμως, την ώρα του βραδινού, το παιδάκι ζήτησε ένα καινούριο παιχνίδι γιατί, είπε, ο κλόουν του το ζήτησε για να παίζουν. Οι γονείς εκνευρίστηκαν και έστειλαν το παιδάκι στο δωμάτιο του τιμωρία. Το παιδάκι έκλαιγε και έκλαιγε για ώρα ξαπλωμένο στο κρεβάτι του. Κοίταξε προς το παράθυρο και είπε:
«Ευτυχώς που είσαι κι εσύ εδώ. Είσαι ο καλύτερος μου φίλος» και συνέχισε να κλαίει.
Όταν οι γονείς του μπήκαν στο δωμάτιο του να δουν αν ηρέμησε το παιδάκι, βρήκαν έναν κλόουν να στέκεται στο προσκεφάλι του και να το χαϊδεύει.
Ο κλόουν γύρισε και τους κοίταξε αργά, το πρόσωπο του ήταν ζωγραφισμένο με λύπη και δάκρυα στα μάτια. Οι γονείς είχαν παγώσει από τρόμο.
Ο κλόουν σκούπισε τη μπογιά από τη μύτη και κάτω με το μανίκι του και αποκαλύφθηκε ένα πονηρό, κακό χαμόγελο. Ήταν και το τελευταίο πράγμα που είδαν οι γονείς μαζί με ένα ζευγάρι γαλανά μάτια.
Μια νύχτα με πανσέληνο, ο Blackie, τελειώνοντας ακόμη μια παράσταση, πήγε προς το τροχόσπιτο του να ξεκουραστεί. Πριν προλάβει να φτάσει και να αφαιρέσει τις μπογιές απ το πρόσωπο του, βρήκε τραγικό και βίαιο θάνατο από ξυλοδαρμό εκνευρισμένων γονέων. Ένα από τα νούμερα του Blackie ήταν να δίνει ένα μπαλόνι σε ένα παιδάκι και έπειτα να το σκάει. Το παιδάκι που το έκανε αυτό εκείνο το βράδυ στην τελευταία του παράσταση, είχε πολύ αυστηρούς γονείς και δεν θεώρησαν καθόλου αστείο το νούμερο του γιατί το παιδάκι έκλαψε. Όμως ο Blackie λάτρευε τα παιδιά, και έδωσε στο παιδάκι δύο μπαλόνια μετά και το παιδάκι χαμογέλασε ξανά. Οι γονείς όμως δεν τον άφησαν να εξηγήσει τη θέση του και του επιτέθηκαν με ξύλα. Λίγε στιγμές αργότερα, ο Blackie, ήταν αιμόφυρτος στο δρόμο.
Εν έτη 2018, 68 χρόνια μετά το συμβάν, το τσίρκο έχει κλείσει και έχει χαθεί. Στη θέση του και στη θέση των τροχόσπιτων είχαν αναγερθεί καινούριες, σύγχρονες πολυκατοικίες και μερικές μονοκατοικίες.
Μια καινούρια οικογένεια μετακομίζει σε μια από τις μονοκατοικίες η οποία είναι τριμελής. Το αστείο είναι πως η μονοκατοικία είναι χτισμένη πάνω στο σημείο όπου ήταν κάποτε ο δρόμος που δολοφονήθηκε ο Blackie. Μη γνωρίζοντας την ιστορία του Blackie και του άδικου θανάτου του, η οικογένεια μετακόμισε κανονικά.
Απ το πρώτο βράδυ άκουγαν από το παιδικό δωμάτιο το παιδάκι τους, που ήταν τεσσάρων χρονών, να γελάει. Στην αρχή πίστεψαν ότι έπαιζε και γελούσε μόνο του αλλά μετά από τρία βράδια μπήκαν στο δωμάτιο του και το είδαν να κοιτάει το παράθυρο και να γελάει.
«Με τι γελάς;» ρώτησε επιθετικά ο πατέρας του που είχε χάσει τον ύπνο του εδώ και τρία βράδια.
«Με τον κλόουν» είπε το παιδάκι και έδειξε το παράθυρο. Κάτω από το παράθυρο όμως, στο πάτωμα, υπήρχε ένας λούτρινος κλόουν. Οι γονείς τον κοίταξαν, δεν έδωσαν σημασία και του είπαν να κάνει ησυχία για να κοιμηθούν.
Το παιδάκι υπάκουσε και δεν τους ενόχλησε άλλο εκείνο το βράδυ.
Το επόμενο όμως, την ώρα του βραδινού, το παιδάκι ζήτησε ένα καινούριο παιχνίδι γιατί, είπε, ο κλόουν του το ζήτησε για να παίζουν. Οι γονείς εκνευρίστηκαν και έστειλαν το παιδάκι στο δωμάτιο του τιμωρία. Το παιδάκι έκλαιγε και έκλαιγε για ώρα ξαπλωμένο στο κρεβάτι του. Κοίταξε προς το παράθυρο και είπε:
«Ευτυχώς που είσαι κι εσύ εδώ. Είσαι ο καλύτερος μου φίλος» και συνέχισε να κλαίει.
Όταν οι γονείς του μπήκαν στο δωμάτιο του να δουν αν ηρέμησε το παιδάκι, βρήκαν έναν κλόουν να στέκεται στο προσκεφάλι του και να το χαϊδεύει.
Ο κλόουν γύρισε και τους κοίταξε αργά, το πρόσωπο του ήταν ζωγραφισμένο με λύπη και δάκρυα στα μάτια. Οι γονείς είχαν παγώσει από τρόμο.
Ο κλόουν σκούπισε τη μπογιά από τη μύτη και κάτω με το μανίκι του και αποκαλύφθηκε ένα πονηρό, κακό χαμόγελο. Ήταν και το τελευταίο πράγμα που είδαν οι γονείς μαζί με ένα ζευγάρι γαλανά μάτια.
Το παιδί
Ήταν νύχτα και έβρεχε καταρρακτωδώς. Ο αστυνόμος Μάνος Δασκαλάκης έτρεχε να μπει σε ένα μεγάλο αρχοντικό σπίτι επί της οδού Μεσογείων με μια εφημερίδα πάνω από το κεφάλι του για να μην βρέχεται. Η εφημερίδα αυτή δεν είχε αποτέλεσμα και ο αστυνόμος μας είχε βραχεί ολοσχερώς. Ο αστυνόμος έφτασε στο αρχοντικό και βρήκε πολλά περιπολικά απ’ έξω με αστυνομικούς να φοράνε αδιάβροχα παλτά.
«Έπρεπε να έχω ελέγξει το δελτίο καιρού» μονολόγησε και μπήκε μέσα. Πέταξε με μιας την εφημερίδα και πέρασε τα δάχτυλα του ανάμεσα από τα κατάμαυρα κοντά emo μαλλιά του που έσταζαν. Τα μεγάλα γαλανά του μάτια λαμπύριζαν κάτω υπό το φως της λάμπας που υπήρχε στην είσοδο. Ήταν ψηλός, γυμνασμένος και γεροδεμένος. Εδώ και λίγους μήνες είχε πάρει μετάθεση στο τμήμα της Αθήνας και πολλοί αστυνομικοί δεν τον είχαν συνηθίσει και τον πείραζαν. Δεν τους έδωσε ποτέ σημασία γιατί ήταν πολύ καλός στη δουλειά του.
«Αστυνόμε, τι έχουμε;» ρώτησε ο Μάνος έναν τυχαίο αστυνομικό που βρήκε μπροστά του.
«Καλώς τον ψάρακα, ήρθες επιτέλους; Μια δολοφονία έχουμε. Ο μεγιστάνας Αλεξίου δολοφονήθηκε εν ψυχρώ με τρεις σφαίρες. Δύο στο στήθος και μία στο κεφάλι» είπε ο άλλος αστυνομικός.
«Που βρίσκεται το πτώμα;».
«Από εδώ, στο σαλόνι» και τον οδήγησε να δει τον άτυχο άντρα. Βρήκε το πτώμα πεσμένο στο χαλί με ορθάνοιχτα μάτια να λαμπυρίζουν από το τελευταίο δάκρυ που έριξε πριν ξεψυχήσει. Ο αστυνόμος Μάνος εξέτασε το χώρο.
«Τι ξέρουμε μέχρι τώρα;» ρώτησε.
«Ήταν στο σπίτι μαζί με τη γυναίκα του και τον μπάτλερ. Τα ονόματα τους είναι στην αναφορά. Ξαφνικά και οι δύο άκουσαν τους πυροβολισμούς και όταν μπήκαν στο χώρο βρήκαν στον κύριο Αλεξίου νεκρό και κάποιον να βγαίνει από το παράθυρο» του είπε ο άλλος αστυνομικός.
«Μόλις βγει η βαλλιστική αναφορά θέλω να τη δω» είπε ο Μάνος και έφυγε.
Την επόμενη μέρα βγήκε η αναφορά και έγινε μια μικρή έρευνα. Ανακαλύφθηκε πως οι σφαίρες προέρχονταν από το όπλο του ίδιου του θύματος. Το οποίο όπλο βρισκόταν μέσα στο χρηματοκιβώτιο του. Αμέσως κάλεσαν την Πέπη και το Νέστωρ, τη γυναίκα και το μπάτλερ του θύματος, για ανάκριση. Έμαθαν πως τον κωδικό του χρηματοκιβωτίου τον είχε μόνο το θύμα και κανείς άλλος. Είχε σύνδρομο καταδίωξης και πίστευε πως όλοι ήθελαν το κακό του, οπότε και δεν έλεγε πουθενά τους κωδικούς του, ούτε από πιστωτικές κάρτες ούτε τίποτα. Ούτε στην ίδια του τη γυναίκα. Δεν εμπιστευόταν κανέναν. Το όπλο όμως σίγουρα κάποιος το έβγαλε από το χρηματοκιβώτιο, το χρησιμοποίησε και το έβαλε πάλι πίσω στη θέση του. Η έρευνα συνεχίστηκε και βγήκε άλλο ένα σημαντικό στοιχείο στην επιφάνεια. Ο Νέστωρ και η Πέπη είχαν ερωτικό δεσμό εδώ και δύο χρόνια. Δεν θα ήταν απίθανο να έβγαλαν από τη μέση το μεγιστάνα για να ζήσουν ευτυχισμένοι με τα λεφτά του. Άλλωστε η Πέπη ήταν η μοναδική κληρονόμος. Αλλά πως έμαθαν τον κωδικό; Αυτό το μυστήριο βασάνιζε τους πάντες.
Πέρασαν οι μέρες, οι μήνες… τα χρόνια… και ο αστυνόμος Μάνος δεν είχε ησυχάσει με αυτήν την υπόθεση. Μια νύχτα πήγε σε ένα μπαρ κοντά στο –πλέον- σπίτι της Πέπης και του Νέστωρ. Εκεί, στη μπάρα, πέτυχε την Πέπη να πίνει ένα ποτήρι κόκκινο κρασί μόνη. Την πλησίασε και της ζήτησε να πιουν παρέα ένα ποτό. Η Πέπη δέχτηκε μετά χαράς και ξεκίνησαν την ψιλή κουβέντα. Όταν έφτασαν στο θέμα του συχωρεμένου η Πέπη σκυθρώπιασε.
«Δεν ήμασταν πάντα δυστυχισμένοι Μάνο μου» είπε στον αστυνόμο και ήπιε μια γουλιά απ το κρασί της.
«Τι εννοείς;» την ρώτησε.
«Παντρευτήκαμε από έρωτα, ήμασταν μικροί αλλά ερωτευμένοι πολύ. Κάναμε ταξίδια, βόλτες, κάναμε σχέδια για οικογένεια… ήμουν και έγκυος μια φορά».
«Και τι απέγινε το παιδί;».
«Το… έχασα… αλλά είχε τέτοια εμμονή με το παιδί μας ο συγχωρεμένος που είχε υπολογίσει τα πάντα όσο ήμουν ακόμη έγκυος. Που θα πήγαινε σχολείο, που πανεπιστήμιο, που θα πήγαινε βόλτες και τι θα έκανε τον ελεύθερο χρόνο του… το πιο παρανοϊκό απ όλα ήταν ότι υπολόγισε την ημερομηνία της γέννας μου. Αλλά… το παιδί χάθηκε… και δεν ήμασταν ποτέ πια οι ίδιοι».
«Λυπάμαι πολύ».
«Δεν βαριέσαι… περασμένα ξεχασμένα…» η Πέπη σηκώθηκε να φύγει.
«Α… αστυνόμε…» είπε και γυρνώντας το κεφάλι της να τον κοιτάξει. Ο αστυνόμος γύρισε προς το μέρος της με απορία.
«Την ημερομηνία αυτή δεν την έβγαλε ποτέ απ το μυαλό του… την κουβάλησε μέχρι και… μέχρι και στο θάνατο» του είπε με νόημα και έφυγε. Ο αστυνόμος Μάνος πάγωσε στη θέση του. Πέρασαν τόσα χρόνια ναι… αλλά επιτέλους έλυσε την υπόθεση. Και το ήξερε και η Πέπη.
«Έπρεπε να έχω ελέγξει το δελτίο καιρού» μονολόγησε και μπήκε μέσα. Πέταξε με μιας την εφημερίδα και πέρασε τα δάχτυλα του ανάμεσα από τα κατάμαυρα κοντά emo μαλλιά του που έσταζαν. Τα μεγάλα γαλανά του μάτια λαμπύριζαν κάτω υπό το φως της λάμπας που υπήρχε στην είσοδο. Ήταν ψηλός, γυμνασμένος και γεροδεμένος. Εδώ και λίγους μήνες είχε πάρει μετάθεση στο τμήμα της Αθήνας και πολλοί αστυνομικοί δεν τον είχαν συνηθίσει και τον πείραζαν. Δεν τους έδωσε ποτέ σημασία γιατί ήταν πολύ καλός στη δουλειά του.
«Αστυνόμε, τι έχουμε;» ρώτησε ο Μάνος έναν τυχαίο αστυνομικό που βρήκε μπροστά του.
«Καλώς τον ψάρακα, ήρθες επιτέλους; Μια δολοφονία έχουμε. Ο μεγιστάνας Αλεξίου δολοφονήθηκε εν ψυχρώ με τρεις σφαίρες. Δύο στο στήθος και μία στο κεφάλι» είπε ο άλλος αστυνομικός.
«Που βρίσκεται το πτώμα;».
«Από εδώ, στο σαλόνι» και τον οδήγησε να δει τον άτυχο άντρα. Βρήκε το πτώμα πεσμένο στο χαλί με ορθάνοιχτα μάτια να λαμπυρίζουν από το τελευταίο δάκρυ που έριξε πριν ξεψυχήσει. Ο αστυνόμος Μάνος εξέτασε το χώρο.
«Τι ξέρουμε μέχρι τώρα;» ρώτησε.
«Ήταν στο σπίτι μαζί με τη γυναίκα του και τον μπάτλερ. Τα ονόματα τους είναι στην αναφορά. Ξαφνικά και οι δύο άκουσαν τους πυροβολισμούς και όταν μπήκαν στο χώρο βρήκαν στον κύριο Αλεξίου νεκρό και κάποιον να βγαίνει από το παράθυρο» του είπε ο άλλος αστυνομικός.
«Μόλις βγει η βαλλιστική αναφορά θέλω να τη δω» είπε ο Μάνος και έφυγε.
Την επόμενη μέρα βγήκε η αναφορά και έγινε μια μικρή έρευνα. Ανακαλύφθηκε πως οι σφαίρες προέρχονταν από το όπλο του ίδιου του θύματος. Το οποίο όπλο βρισκόταν μέσα στο χρηματοκιβώτιο του. Αμέσως κάλεσαν την Πέπη και το Νέστωρ, τη γυναίκα και το μπάτλερ του θύματος, για ανάκριση. Έμαθαν πως τον κωδικό του χρηματοκιβωτίου τον είχε μόνο το θύμα και κανείς άλλος. Είχε σύνδρομο καταδίωξης και πίστευε πως όλοι ήθελαν το κακό του, οπότε και δεν έλεγε πουθενά τους κωδικούς του, ούτε από πιστωτικές κάρτες ούτε τίποτα. Ούτε στην ίδια του τη γυναίκα. Δεν εμπιστευόταν κανέναν. Το όπλο όμως σίγουρα κάποιος το έβγαλε από το χρηματοκιβώτιο, το χρησιμοποίησε και το έβαλε πάλι πίσω στη θέση του. Η έρευνα συνεχίστηκε και βγήκε άλλο ένα σημαντικό στοιχείο στην επιφάνεια. Ο Νέστωρ και η Πέπη είχαν ερωτικό δεσμό εδώ και δύο χρόνια. Δεν θα ήταν απίθανο να έβγαλαν από τη μέση το μεγιστάνα για να ζήσουν ευτυχισμένοι με τα λεφτά του. Άλλωστε η Πέπη ήταν η μοναδική κληρονόμος. Αλλά πως έμαθαν τον κωδικό; Αυτό το μυστήριο βασάνιζε τους πάντες.
Πέρασαν οι μέρες, οι μήνες… τα χρόνια… και ο αστυνόμος Μάνος δεν είχε ησυχάσει με αυτήν την υπόθεση. Μια νύχτα πήγε σε ένα μπαρ κοντά στο –πλέον- σπίτι της Πέπης και του Νέστωρ. Εκεί, στη μπάρα, πέτυχε την Πέπη να πίνει ένα ποτήρι κόκκινο κρασί μόνη. Την πλησίασε και της ζήτησε να πιουν παρέα ένα ποτό. Η Πέπη δέχτηκε μετά χαράς και ξεκίνησαν την ψιλή κουβέντα. Όταν έφτασαν στο θέμα του συχωρεμένου η Πέπη σκυθρώπιασε.
«Δεν ήμασταν πάντα δυστυχισμένοι Μάνο μου» είπε στον αστυνόμο και ήπιε μια γουλιά απ το κρασί της.
«Τι εννοείς;» την ρώτησε.
«Παντρευτήκαμε από έρωτα, ήμασταν μικροί αλλά ερωτευμένοι πολύ. Κάναμε ταξίδια, βόλτες, κάναμε σχέδια για οικογένεια… ήμουν και έγκυος μια φορά».
«Και τι απέγινε το παιδί;».
«Το… έχασα… αλλά είχε τέτοια εμμονή με το παιδί μας ο συγχωρεμένος που είχε υπολογίσει τα πάντα όσο ήμουν ακόμη έγκυος. Που θα πήγαινε σχολείο, που πανεπιστήμιο, που θα πήγαινε βόλτες και τι θα έκανε τον ελεύθερο χρόνο του… το πιο παρανοϊκό απ όλα ήταν ότι υπολόγισε την ημερομηνία της γέννας μου. Αλλά… το παιδί χάθηκε… και δεν ήμασταν ποτέ πια οι ίδιοι».
«Λυπάμαι πολύ».
«Δεν βαριέσαι… περασμένα ξεχασμένα…» η Πέπη σηκώθηκε να φύγει.
«Α… αστυνόμε…» είπε και γυρνώντας το κεφάλι της να τον κοιτάξει. Ο αστυνόμος γύρισε προς το μέρος της με απορία.
«Την ημερομηνία αυτή δεν την έβγαλε ποτέ απ το μυαλό του… την κουβάλησε μέχρι και… μέχρι και στο θάνατο» του είπε με νόημα και έφυγε. Ο αστυνόμος Μάνος πάγωσε στη θέση του. Πέρασαν τόσα χρόνια ναι… αλλά επιτέλους έλυσε την υπόθεση. Και το ήξερε και η Πέπη.
Το δαχτυλίδι με το ματωμένο διαμάντι
Ήταν όμορφο και περίτεχνο. Λευκόχρυσος με ένα μαύρο διαμάντι στο μέγεθος ενός κουκουτσιού από κεράσι. Το δαχτυλίδι αυτό κοσμούσε το μεσαίο δάχτυλο της νεαρής πριγκίπισσας χωρίς η ίδια να ξέρει την αιματηρή ιστορία του. Ποια είναι αυτή;
Ήταν χρόνια πίσω όταν εξορύχτηκε το διαμάντι. Ήταν μεγάλο σαν ένα γινωμένο βερίκοκο. Ο σκλάβος που το έβγαλε από το πέτρωμα του ορυχείου, πέθανε στην προσπάθεια του. Και μόνο αυτό θα έπρεπε να κάνει τους πάντες να υποψιαστούν ότι κάτι δεν πάει καλά.
Οι εργολάβοι πήραν το διαμάντι και το έσπασαν σε μικρά ίσα μέρη και το πούλησαν στους κοσμηματοπώλες. Αυτοί με τη σειρά τους το έκαναν όμορφα κοσμήματα.
Αιματοβαμμένα όμορφα κοσμήματα. Διότι όσοι τα είχαν στην κατοχή τους έβρισκαν τραγικό θάνατο από αιματηρά ατυχήματα.
Ο πρώτος αποκεφαλίστηκε από μια πόρτα. Ο δεύτερος πατήθηκε από μια άμαξα με τέσσερα άλογα. Τρίτη στη σειρά ήταν η πριγκίπισσα. Εκεί που περπατούσε η καημένη στον κήπο της, της επιτέθηκε ένα φίδι. Τη δάγκωσε στο λαιμό και βρήκε ακαριαίο θάνατο πριν προλάβει να φωνάξει βοήθεια. Το διαμαντένιο λευκόχρυσο δαχτυλίδι θάφτηκε μαζί της έως ότου κλέφτες άνοιξαν τον τάφο της και το πήραν να το πουλήσουν.
Η κατάρα του δαχτυλιδιού με το ματωμένο διαμάντι υπάρχει μέχρι σήμερα.
Ήταν χρόνια πίσω όταν εξορύχτηκε το διαμάντι. Ήταν μεγάλο σαν ένα γινωμένο βερίκοκο. Ο σκλάβος που το έβγαλε από το πέτρωμα του ορυχείου, πέθανε στην προσπάθεια του. Και μόνο αυτό θα έπρεπε να κάνει τους πάντες να υποψιαστούν ότι κάτι δεν πάει καλά.
Οι εργολάβοι πήραν το διαμάντι και το έσπασαν σε μικρά ίσα μέρη και το πούλησαν στους κοσμηματοπώλες. Αυτοί με τη σειρά τους το έκαναν όμορφα κοσμήματα.
Αιματοβαμμένα όμορφα κοσμήματα. Διότι όσοι τα είχαν στην κατοχή τους έβρισκαν τραγικό θάνατο από αιματηρά ατυχήματα.
Ο πρώτος αποκεφαλίστηκε από μια πόρτα. Ο δεύτερος πατήθηκε από μια άμαξα με τέσσερα άλογα. Τρίτη στη σειρά ήταν η πριγκίπισσα. Εκεί που περπατούσε η καημένη στον κήπο της, της επιτέθηκε ένα φίδι. Τη δάγκωσε στο λαιμό και βρήκε ακαριαίο θάνατο πριν προλάβει να φωνάξει βοήθεια. Το διαμαντένιο λευκόχρυσο δαχτυλίδι θάφτηκε μαζί της έως ότου κλέφτες άνοιξαν τον τάφο της και το πήραν να το πουλήσουν.
Η κατάρα του δαχτυλιδιού με το ματωμένο διαμάντι υπάρχει μέχρι σήμερα.
Αληθινές μαρτυρίες με ένα ποτήρι κόκκινο κρασί
«Τον αγάπησα αληθινά», ξεκίνησε να λέει η γιαγιά στην 20χρονη εγγονή της καθώς κάθονταν και οι δύο μπροστά από το τζάκι μια κρύα νύχτα του χειμώνα κρατώντας από ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. «Ήμασταν μικροί όμως. Άλλες εποχές τότε. Οι γονείς μου ήθελαν να παντρευτώ πλούσιο και εκείνος δεν είχε λεφτά όπως και η οικογένεια μου».
Η γιαγιά ήπιε μια γουλιά απ το ποτήρι της.
«Πως ήξερες ότι τον αγαπούσες γιαγιά;» ρώτησε η εγγονή όλο αγωνία.
«Το ήξερα γιατί με εκνεύριζε».
«Τι εννοείς γιαγιά;».
«Όταν αγαπάς δεν είναι όλα ρόδινα. Το άλλο πρόσωπο σε εκνευρίζει διότι το νοιάζεσαι υπερβολικά και δεν θες να το βλέπεις να κάνει κακό στον εαυτό του. Ο χρυσός μου τότε έκανε τρεις δουλειές αλλά πάντα έβρισκε χρόνο να βρεθούμε έστω και λίγο. Μέχρι σήμερα δεν ξέρω πως. Κουραζόταν πάρα πολύ, έχανε τον ύπνο του. Κι εγώ… αχ… κι εγώ του μιλούσα άσχημα. Γιατί νοιαζόμουν. Αγαπούσα. Δεν με ενδιέφερε που δεν είχε λεφτά».
«Και πως θα ζούσατε γιαγιά μου;».
«Για όλους έχει ο Θεός παιδί μου».
«Μόνο αυτό είναι αγάπη;».
«Αγάπη είναι να σε κοιτάει και να λιώνεις, να σου μιλάει και να ακούς τραγούδια, να σε αγγίζει και να ανατριχιάζεις. Αλλά πάνω απ όλα μικρή μου, αγάπη είναι εκνευρισμός».
«Και ο παππούς;».
«Δεν με εκνεύρισε ποτέ» είπε η γιαγιά και της έκλεισε το μάτι με νόημα.
Η εγγονή έφυγε από τι σπίτι της γιαγιάς βυθισμένη σε σκέψεις. Την επόμενη μέρα ακύρωσε το γάμο της.
Η γιαγιά ήπιε μια γουλιά απ το ποτήρι της.
«Πως ήξερες ότι τον αγαπούσες γιαγιά;» ρώτησε η εγγονή όλο αγωνία.
«Το ήξερα γιατί με εκνεύριζε».
«Τι εννοείς γιαγιά;».
«Όταν αγαπάς δεν είναι όλα ρόδινα. Το άλλο πρόσωπο σε εκνευρίζει διότι το νοιάζεσαι υπερβολικά και δεν θες να το βλέπεις να κάνει κακό στον εαυτό του. Ο χρυσός μου τότε έκανε τρεις δουλειές αλλά πάντα έβρισκε χρόνο να βρεθούμε έστω και λίγο. Μέχρι σήμερα δεν ξέρω πως. Κουραζόταν πάρα πολύ, έχανε τον ύπνο του. Κι εγώ… αχ… κι εγώ του μιλούσα άσχημα. Γιατί νοιαζόμουν. Αγαπούσα. Δεν με ενδιέφερε που δεν είχε λεφτά».
«Και πως θα ζούσατε γιαγιά μου;».
«Για όλους έχει ο Θεός παιδί μου».
«Μόνο αυτό είναι αγάπη;».
«Αγάπη είναι να σε κοιτάει και να λιώνεις, να σου μιλάει και να ακούς τραγούδια, να σε αγγίζει και να ανατριχιάζεις. Αλλά πάνω απ όλα μικρή μου, αγάπη είναι εκνευρισμός».
«Και ο παππούς;».
«Δεν με εκνεύρισε ποτέ» είπε η γιαγιά και της έκλεισε το μάτι με νόημα.
Η εγγονή έφυγε από τι σπίτι της γιαγιάς βυθισμένη σε σκέψεις. Την επόμενη μέρα ακύρωσε το γάμο της.
Το μπουκάλι
Η ιστορία μας ξεκινάει σε ένα παλιό αρχοντικό με μια πλούσια οικογένεια με πολλούς υπηρέτες. Η οικογένεια αποτελούταν από την γιαγιά, τον παππού, τη μαμά, το μπαμπά και ένα μικρό κοριτσάκι πέντε ετών. Στο κοριτσάκι άρεσαν πολύ τα παραμύθια και καθόταν μαζί με τη γιαγιά του μπροστά απ το τζάκι τις κρύες νύχτες του χειμώνα να διαβάζουν μαζί όλων των λογιών τα παραμύθια. Η διακόσμηση του αρχοντικού είναι κλασική αλλά στο σαλόνι με το τζάκι όπου κάθονταν η γιαγιά με το κοριτσάκι, υπήρχε ένα στρογγυλό τραπέζι, ψηλό, με πολλά στρογγυλά μπουκάλια από διάφορες μάρκες ποτών. Ένα μπουκάλι ξεχώριζε όμως, ήταν στο κέντρο σε μια γυάλινη θήκη και ήταν τετράγωνο.
«Γιαγιά γιατί αυτό το μπουκάλι είναι τετράγωνο;» ρώτησε μια νύχτα το κοριτσάκι.
«Γιατί, γλυκιά μου, αυτό το μπουκάλι είναι μαγικό. Όταν το κρατάς και του λες την επιθυμία σου, την πραγματοποιεί» απάντησε η γιαγιά με ένα χαμόγελο.
Το ίδιο ξημέρωμα ενώ κοιμόντουσαν όλοι στο αρχοντικό, το κοριτσάκι πήγε και πήρε το μπουκάλι. Το κοίταξε για λίγο, το χάιδεψε, το κράτησε και έκανε την ευχή της.
«Θέλω να δω μονόκερους» είπε κλείνοντας τα μάτια της. Με μιας, ένιωσε να τη φυσάει δυνατός αέρας και αυτόματα μεταφέρθηκε σε ένα λιβάδι. Κοίταξε με έκπληξη γύρω της και διαπίστωσε πως υπήρχαν μονόκεροι παντού. Το λιβάδι ήταν καταπράσινο με πολλών λογιών λουλούδια σε όλα τα χρώματα. Το κοριτσάκι ενθουσιάστηκε και, έχοντας αγκαλιά το μπουκάλι, άρχισε να κυνηγάει και να παίζει με τους μονόκερους. Οι ώρες περνούσαν μέχρι που κουράστηκε και είπε να κοιμηθεί. Γύρισε προς το μπουκάλι και είπε:
«Θέλω να πάω σπίτι μου». Και το μπουκάλι τη μετέφερε αυτόματα στο παλιό αρχοντικό.
Το έβαλε στη θέση του και πήγε για ύπνο με ένα τεράστιο χαμόγελο ευτυχίας.
Αυτό συνεχίστηκε και τα επόμενα βράδια με διαφορετική επιθυμία του κοριτσιού κάθε φορά. Τη μία ήθελε να δει μάγισσες, την άλλη τρολς και γενικά όλα τα φανταστικά πλάσματα των παραμυθιών.
Μόλις το κατάλαβαν οι γονείς της, όντας αυστηροί, έκρυψαν το μπουκάλι για να σταματήσει να πηγαίνει σε άλλα μέρη. Το κοριτσάκι ήταν δυστυχισμένο τον πρώτο καιρό και έκλαιγε συνέχεια.
Αργότερα καθώς τα χρόνια περνούσαν και έμαθε καλή γραφή και ανάγνωση, έγινε συγγραφέας και μέσα από τις ιστορίες που έγραφε, άρχισε να ταξιδεύει πάλι.
«Γιαγιά γιατί αυτό το μπουκάλι είναι τετράγωνο;» ρώτησε μια νύχτα το κοριτσάκι.
«Γιατί, γλυκιά μου, αυτό το μπουκάλι είναι μαγικό. Όταν το κρατάς και του λες την επιθυμία σου, την πραγματοποιεί» απάντησε η γιαγιά με ένα χαμόγελο.
Το ίδιο ξημέρωμα ενώ κοιμόντουσαν όλοι στο αρχοντικό, το κοριτσάκι πήγε και πήρε το μπουκάλι. Το κοίταξε για λίγο, το χάιδεψε, το κράτησε και έκανε την ευχή της.
«Θέλω να δω μονόκερους» είπε κλείνοντας τα μάτια της. Με μιας, ένιωσε να τη φυσάει δυνατός αέρας και αυτόματα μεταφέρθηκε σε ένα λιβάδι. Κοίταξε με έκπληξη γύρω της και διαπίστωσε πως υπήρχαν μονόκεροι παντού. Το λιβάδι ήταν καταπράσινο με πολλών λογιών λουλούδια σε όλα τα χρώματα. Το κοριτσάκι ενθουσιάστηκε και, έχοντας αγκαλιά το μπουκάλι, άρχισε να κυνηγάει και να παίζει με τους μονόκερους. Οι ώρες περνούσαν μέχρι που κουράστηκε και είπε να κοιμηθεί. Γύρισε προς το μπουκάλι και είπε:
«Θέλω να πάω σπίτι μου». Και το μπουκάλι τη μετέφερε αυτόματα στο παλιό αρχοντικό.
Το έβαλε στη θέση του και πήγε για ύπνο με ένα τεράστιο χαμόγελο ευτυχίας.
Αυτό συνεχίστηκε και τα επόμενα βράδια με διαφορετική επιθυμία του κοριτσιού κάθε φορά. Τη μία ήθελε να δει μάγισσες, την άλλη τρολς και γενικά όλα τα φανταστικά πλάσματα των παραμυθιών.
Μόλις το κατάλαβαν οι γονείς της, όντας αυστηροί, έκρυψαν το μπουκάλι για να σταματήσει να πηγαίνει σε άλλα μέρη. Το κοριτσάκι ήταν δυστυχισμένο τον πρώτο καιρό και έκλαιγε συνέχεια.
Αργότερα καθώς τα χρόνια περνούσαν και έμαθε καλή γραφή και ανάγνωση, έγινε συγγραφέας και μέσα από τις ιστορίες που έγραφε, άρχισε να ταξιδεύει πάλι.
Η κουβέρτα
Η μικρή Χριστίνα δεν πήγαινε πουθενά χωρίς την αγαπημένη της κουβέρτα. Τη φορούσε μες το σπίτι και έξω και έκανε τον ήρωα. Η κουβέρτα ήταν κόκκινη και της άρεσε να παίζει τον Superman. Ήταν ο αγαπημένος της ήρωας άλλωστε. Κοιμόταν αγκαλιά με την κουβερτούλα και όταν την πήγαιναν βόλτα την φορούσε σαν κάπα και έβγαινε στον έξω κόσμο. Ένιωθε ότι μπορούσε να αντιμετωπίσει τα πάντα όσο την είχε στο πλάι της, στους ώμους της. Κανένα πρόβλημα δεν φάνταζε δύσκολο και ακατόρθωτο. Βέβαια η μικρή Χριστίνα ήταν μόνο τεσσάρων ετών, μια ηλικία που φαντάζει ξένοιαστη χωρίς προβλήματα. Δυστυχώς όμως για το όμορφο κοριτσάκι υπήρχε ένα μεγάλο πρόβλημα. Είχε κοινωνική φοβία και ήταν πολύ ντροπαλή, συνεπώς δεν μπορούσε να βγει βόλτα. Όταν όμως έβαζε την κουβέρτα στους ώμους της ένιωθε άλλος άνθρωπος, ατρόμητος. Και προχωρούσε στο δρόμο με καμάρι και ένα μεγάλο χαμόγελο στο χείλη.
Μία Κυριακή, όντας χειμώνας, η μαμά της την έντυσε καλά, της έδωσε την κόκκινη κουβέρτα της και πήγαν στο πάρκο να παίξουν. Εκεί είχε πολλά παιδάκια ντυμένα με τα χειμερινά τους ρούχα να τρέχουν και να παίζουν χαρωπά.
Μόλις πλησίασαν άλλο λίγο είδαν τα παιδάκια να έχουν κάνει ένα κύκλο και να κοροϊδεύουν ένα αγοράκι που φορούσε ένα κοντό παντελονάκι και ένα κοντομάνικο μπλουζάκι. Το αγοράκι είχε ασπρίσει απ το κρύο και έκλαιγε γοερά. Η μαμά του ή ο μπαμπάς του δεν ήταν πουθενά να το προστατέψουν.
Μόλις είδε αυτή τη σκηνή η μικρή Χριστίνα έκανε κάτι πέρα της λογικής ενός τετράχρονου κοριτσιού. Άφησε το χέρι της μαμάς της και έτρεξε προς το αγοράκι. Τα άλλα παιδάκια που το κορόιδευαν ήταν πιο μεγάλα σε ηλικία, μέχρι εννέα ετών το πολύ.
Η μικρή Χριστίνα έσπρωξε τα παιδάκια και μπήκε στο κέντρο του κύκλου, γονάτισε μπροστά στο αγοράκι, έβγαλε την κουβέρτα από τους ώμους της και την πέρασε γύρω από τους δικούς του.
«Μην κλαις, τώρα θα ζεσταθείς» είπε στο αγοράκι.
«Είσαι ο ήρωας μου» είπε το αγοράκι ενώ έκλαιγε ακόμη.
«Ήμουν ο Superman, από σήμερα θα είσαι εσύ» και το έδωσε ένα φιλάκι στο μέτωπο.
Η μαμά της μικρής Χριστίνας και όσοι ενήλικες και μη ήταν μάρτυρες στο σκηνικό συγκινήθηκαν και ένα δάκρυ έτρεξε από τους περισσότερους.
Δεν χρειάζεται να σώσεις την ανθρωπότητα από εξωγήινους για να γίνεις ο ήρωας κάποιου.
Μία Κυριακή, όντας χειμώνας, η μαμά της την έντυσε καλά, της έδωσε την κόκκινη κουβέρτα της και πήγαν στο πάρκο να παίξουν. Εκεί είχε πολλά παιδάκια ντυμένα με τα χειμερινά τους ρούχα να τρέχουν και να παίζουν χαρωπά.
Μόλις πλησίασαν άλλο λίγο είδαν τα παιδάκια να έχουν κάνει ένα κύκλο και να κοροϊδεύουν ένα αγοράκι που φορούσε ένα κοντό παντελονάκι και ένα κοντομάνικο μπλουζάκι. Το αγοράκι είχε ασπρίσει απ το κρύο και έκλαιγε γοερά. Η μαμά του ή ο μπαμπάς του δεν ήταν πουθενά να το προστατέψουν.
Μόλις είδε αυτή τη σκηνή η μικρή Χριστίνα έκανε κάτι πέρα της λογικής ενός τετράχρονου κοριτσιού. Άφησε το χέρι της μαμάς της και έτρεξε προς το αγοράκι. Τα άλλα παιδάκια που το κορόιδευαν ήταν πιο μεγάλα σε ηλικία, μέχρι εννέα ετών το πολύ.
Η μικρή Χριστίνα έσπρωξε τα παιδάκια και μπήκε στο κέντρο του κύκλου, γονάτισε μπροστά στο αγοράκι, έβγαλε την κουβέρτα από τους ώμους της και την πέρασε γύρω από τους δικούς του.
«Μην κλαις, τώρα θα ζεσταθείς» είπε στο αγοράκι.
«Είσαι ο ήρωας μου» είπε το αγοράκι ενώ έκλαιγε ακόμη.
«Ήμουν ο Superman, από σήμερα θα είσαι εσύ» και το έδωσε ένα φιλάκι στο μέτωπο.
Η μαμά της μικρής Χριστίνας και όσοι ενήλικες και μη ήταν μάρτυρες στο σκηνικό συγκινήθηκαν και ένα δάκρυ έτρεξε από τους περισσότερους.
Δεν χρειάζεται να σώσεις την ανθρωπότητα από εξωγήινους για να γίνεις ο ήρωας κάποιου.
Τα μαγικά σχοινιά
Είναι μια εποχή παλιά, τότε που το κουκλοθέατρο με μαριονέτες κάνει θραύση. Ένας καλλιτέχνης ξεχωρίζει και αυτός είναι ο Αρτέμης. Οι κούκλες του κινούνται σαν να έχουν ζωή μόνες τους και διασκεδάζουν όλον τον κόσμο. Γέλια και χαρές σε κάθε παράσταση και ο κόσμος μιλιούνια. Δύο κούκλες του είναι οι πιο διάσημες, ο Μπόζο και ο Γκάουντ, οι κλόουν.
Αυτό που ο κόσμος δεν ήξερε είναι πως, τα σχοινιά με τα οποία ήταν δεμένοι οι δύο κλόουν, ήταν μαγικά. Όλοι απλώς έβλεπαν τα χρυσά σχοινιά να λαμπιρίζουν καθώς οι δύο κούκλες έκαναν αστεία και χτυπούσαν η μία την άλλη.
Μια νύχτα, μετά από μια εξουθενωτική παράσταση, ο Αρτέμης, ξέχασε να βγάλει τα σχοινιά από τις κούκλες για να γυρίσουν στην κανονική άψυχη μορφή τους, και πήγε για ύπνο.
Οι δύο κούκλες βγήκαν απ το βαλιτσάκι και κάθισαν στο πρεβάζι του ανοιχτού παραθύρου αγκαλιά με τα σχοινιά τους.
«Τι ωραία νύχτα Γκάουντ» είπε ο Μπόζο και κοίταξε τον ουρανό. Ήταν γεμάτος αστέρια.
«Πραγματικά είναι μια υπέροχη νύχτα» συμφώνησε και ο Γκάουντ.
«Τι θα έλεγες να το σκάσουμε και να κάνουμε τη ζωή μας;» είπε μετά από ολιγόλεπτη σιγή ο Μπόζο.
«Και τι ζωή θα είναι αυτή; Είμαστε μαριονέτες. Όλη μας η ύπαρξη είναι βασισμένη στο να ψυχαγωγούμε παιδιά και ενήλικες».
Ο Μπόζο κοίταξε το φίλο του με λύπη.
«Μην με κοιτάς έτσι Μπόζο. Το ξέρεις ότι δεν έχουμε ζωή εκεί έξω».
«Καλό είναι να ονειρεύεσαι Γκάουντ, καλό είναι να ονειρεύεσαι» και κοίταξε τον ουρανό καθώς έπεφτε ένα αστέρι.
Αυτό που ο κόσμος δεν ήξερε είναι πως, τα σχοινιά με τα οποία ήταν δεμένοι οι δύο κλόουν, ήταν μαγικά. Όλοι απλώς έβλεπαν τα χρυσά σχοινιά να λαμπιρίζουν καθώς οι δύο κούκλες έκαναν αστεία και χτυπούσαν η μία την άλλη.
Μια νύχτα, μετά από μια εξουθενωτική παράσταση, ο Αρτέμης, ξέχασε να βγάλει τα σχοινιά από τις κούκλες για να γυρίσουν στην κανονική άψυχη μορφή τους, και πήγε για ύπνο.
Οι δύο κούκλες βγήκαν απ το βαλιτσάκι και κάθισαν στο πρεβάζι του ανοιχτού παραθύρου αγκαλιά με τα σχοινιά τους.
«Τι ωραία νύχτα Γκάουντ» είπε ο Μπόζο και κοίταξε τον ουρανό. Ήταν γεμάτος αστέρια.
«Πραγματικά είναι μια υπέροχη νύχτα» συμφώνησε και ο Γκάουντ.
«Τι θα έλεγες να το σκάσουμε και να κάνουμε τη ζωή μας;» είπε μετά από ολιγόλεπτη σιγή ο Μπόζο.
«Και τι ζωή θα είναι αυτή; Είμαστε μαριονέτες. Όλη μας η ύπαρξη είναι βασισμένη στο να ψυχαγωγούμε παιδιά και ενήλικες».
Ο Μπόζο κοίταξε το φίλο του με λύπη.
«Μην με κοιτάς έτσι Μπόζο. Το ξέρεις ότι δεν έχουμε ζωή εκεί έξω».
«Καλό είναι να ονειρεύεσαι Γκάουντ, καλό είναι να ονειρεύεσαι» και κοίταξε τον ουρανό καθώς έπεφτε ένα αστέρι.
Η έμπνευση
Ήταν κάποτε στο Μεσαίωνα ένας ζωγράφος ξακουστός. Οι πίνακες του ήταν διάσημοι και κόσμος απ όλη τη γη ερχόταν να τους δει. Μια μέρα ξύπνησε χωρίς έμπνευση. Δεν έδωσε σημασία διότι ήταν μόνο μια μέρα. Δυστυχώς αυτό συνεχίστηκε για δέκα χρόνια. Εκεί που ήταν να χάσει τη φήμη του τον πλησίασε μια τσιγγάνα γερόντισσα.
«Θα σου δώσω αυτό που θες αν μου δώσεις αυτό που θέλω» του είπε.
«Έχεις τη λύση στο πρόβλημα μου;» τη ρώτησε με ένα κόμπο στη φωνή του.
«Την έχω αρκεί να πιστέψεις» του είπε και έβγαλε ένα γυάλινο μπουκαλάκι γεμάτο με διάφανο υγρό.
«Αυτό θα σου δώσει έμπνευση. Μια γουλιά την ημέρα θα πίνεις. Πρέπει να πιστέψεις» είπε πάλι η γερόντισσα και του έβαλε το μπουκαλάκι στα χέρια. Το αντάλλαγμα της ήταν χρήματα. Χωρίς να σκεφτεί ο ζωγράφος της τα έδωσε αμέσως. Όσο περνούσε ο καιρός, ο ζωγράφος έκανε πρόοδο. Ξεκίνησε με το να ζωγραφίζει δέντρα, σπίτια και στο τέλος, μετά από μήνες, έφτιαχνε πάλι αριστουργήματα. Κάθε μήνα όμως ήταν πιστός πελάτης της γερόντισσας. Της έδινε χρήματα και αυτή του έδινε ένα γυάλινο μπουκαλάκι. Μια νύχτα με πανσέληνο την παρακολούθησε και είδε πως η γερόντισσα γέμιζε τα γυάλινα μπουκαλάκια από το κεντρικό σιντριβάνι της πόλης.
«Σε εμπιστεύθηκα. Σου έδωσα τόσα λεφτά και εσύ μου έδινες σκέτο νερό;» της φώναξε μόλις την πλησίασε.
«Εσύ χρειαζόσουν έμπνευση κι εγώ χρήματα για να θρέψω την οικογένεια μου. Αυτό που δεν κατάλαβες ήταν πως έχεις το ταλέντο και πως η έμπνευση βρισκόταν πάντα μέσα σου. Ενώ εγώ, γριά γυναίκα, πώς να δουλέψω; Σου ζήτησα να πιστέψεις και πίστεψες, και το πρόβλημα λύθηκε. Τώρα θα με ξεχάσεις» του είπε.
Ο ζωγράφος της φίλησε τα χέρια και της έδωσε μια ματιά που υποσχόταν το μέλλον.
«Θα σου δώσω αυτό που θες αν μου δώσεις αυτό που θέλω» του είπε.
«Έχεις τη λύση στο πρόβλημα μου;» τη ρώτησε με ένα κόμπο στη φωνή του.
«Την έχω αρκεί να πιστέψεις» του είπε και έβγαλε ένα γυάλινο μπουκαλάκι γεμάτο με διάφανο υγρό.
«Αυτό θα σου δώσει έμπνευση. Μια γουλιά την ημέρα θα πίνεις. Πρέπει να πιστέψεις» είπε πάλι η γερόντισσα και του έβαλε το μπουκαλάκι στα χέρια. Το αντάλλαγμα της ήταν χρήματα. Χωρίς να σκεφτεί ο ζωγράφος της τα έδωσε αμέσως. Όσο περνούσε ο καιρός, ο ζωγράφος έκανε πρόοδο. Ξεκίνησε με το να ζωγραφίζει δέντρα, σπίτια και στο τέλος, μετά από μήνες, έφτιαχνε πάλι αριστουργήματα. Κάθε μήνα όμως ήταν πιστός πελάτης της γερόντισσας. Της έδινε χρήματα και αυτή του έδινε ένα γυάλινο μπουκαλάκι. Μια νύχτα με πανσέληνο την παρακολούθησε και είδε πως η γερόντισσα γέμιζε τα γυάλινα μπουκαλάκια από το κεντρικό σιντριβάνι της πόλης.
«Σε εμπιστεύθηκα. Σου έδωσα τόσα λεφτά και εσύ μου έδινες σκέτο νερό;» της φώναξε μόλις την πλησίασε.
«Εσύ χρειαζόσουν έμπνευση κι εγώ χρήματα για να θρέψω την οικογένεια μου. Αυτό που δεν κατάλαβες ήταν πως έχεις το ταλέντο και πως η έμπνευση βρισκόταν πάντα μέσα σου. Ενώ εγώ, γριά γυναίκα, πώς να δουλέψω; Σου ζήτησα να πιστέψεις και πίστεψες, και το πρόβλημα λύθηκε. Τώρα θα με ξεχάσεις» του είπε.
Ο ζωγράφος της φίλησε τα χέρια και της έδωσε μια ματιά που υποσχόταν το μέλλον.
Η θάλασσα
Ο καπετάνιος δεν ήταν ποτέ του συμπαθητικός άνθρωπος. Ξινός και καχύποπτος, δεν συμπαθούσε κανέναν παρά μόνο τον ίδιο του τον εαυτό. Ήταν όμως ο καλύτερος καπετάνιος που είχε δει ποτέ η γη ολόκληρη, τα είχε βγάλει πέρα στα εύκολα αλλά και στα δύσκολα. Μια βροχερή νύχτα με καταιγίδα, έκανε το τελευταίο του ταξίδι. Γιατί τελευταίο; Γιατί το πλοιάριο στο οποίο επενέβαινε δεν άντεξε την καταιγίδα και βούλιαξε. Βούλιαξε για να ξεβράσει τον καπετάνιο σε ένα ξερονήσι. Αφού πέρασε η νύχτα, ο καπετάνιος ξύπνησε στην αμμουδιά του νησιού με σχισμένα ρούχα και παπούτσια. Κοίταξε λίγο γύρω του και αφού πήρε μια ανάσα πήγε να εξερευνήσει το νησί. Δεν ήταν μεγάλο και είχε άφθονες καρύδες. Επίσης είχε και πολλά ζωάκια, μικρά και μεγάλα τα οποία, όπως σκέφτηκε, θα του φαίνονταν χρήσιμα για πρωτεϊνούχα τροφή.
Οι πρώτες μέρες κύλησαν ήρεμα. Έφαγε μερικές καρύδες, έφτιαξε παγίδες για τα ζωάκια, άναψε φωτιά και ξεκουράστηκε απ το ναυάγιο. Τις επόμενες μέρες πήρε την απόφαση να φύγει απ το νησί. Οπότε και έπεσε στη θάλασσα και άρχισε να κολυμπάει. Μόλις έκανε τα πρώτα εξήντα μέτρα, η θάλασσα άλλαξε. Έγινε θαμπή και μεγάλα κύματα άρχισαν να τον σπρώχνουν προς τη στεριά. Μόλις τον έβγαλαν στην αμμουδιά, η θάλασσα ηρέμισε. Ο καπετάνιος δεν το έβαλε κάτω και έκανε και δεύτερη προσπάθεια. Έδεσε με το πουκάμισο του δύο θαλάσσιες χελώνες και τις καβάλησε. Πάλι στα εξήντα μέτρα κύματα υψώθηκαν και τον έσπρωξαν στη στεριά. Πάλι ο καπετάνιος δεν το έβαλε κάτω. Ξόδεψε ένα μήνα περίπου στο να φτιάξει μια σχεδία. Ήταν δύσκολο να κόψει και δέσει τα δέντρα χωρίς εργαλεία αλλά βρήκε τρόπο. Χωρίς δεύτερη σκέψη έβαλε τη σχεδία στο νερό και ανέβηκε πάνω της. Στα εξήντα μέτρα όμως η θάλασσα, για μια ακόμη φορά, αγρίεψε. Του έσπασε τη σχεδία και τον έστειλε πίσω στην αμμουδιά.
Ο καπετάνιος κάθισε στην αμμουδιά και γύρισε και κοίταξε τη θάλασσα που ηρεμούσε.
Τότε κατάλαβε πως αυτό που αγαπούσε πιο πολύ στη ζωή του, τώρα τον τιμωρούσε.
Οι πρώτες μέρες κύλησαν ήρεμα. Έφαγε μερικές καρύδες, έφτιαξε παγίδες για τα ζωάκια, άναψε φωτιά και ξεκουράστηκε απ το ναυάγιο. Τις επόμενες μέρες πήρε την απόφαση να φύγει απ το νησί. Οπότε και έπεσε στη θάλασσα και άρχισε να κολυμπάει. Μόλις έκανε τα πρώτα εξήντα μέτρα, η θάλασσα άλλαξε. Έγινε θαμπή και μεγάλα κύματα άρχισαν να τον σπρώχνουν προς τη στεριά. Μόλις τον έβγαλαν στην αμμουδιά, η θάλασσα ηρέμισε. Ο καπετάνιος δεν το έβαλε κάτω και έκανε και δεύτερη προσπάθεια. Έδεσε με το πουκάμισο του δύο θαλάσσιες χελώνες και τις καβάλησε. Πάλι στα εξήντα μέτρα κύματα υψώθηκαν και τον έσπρωξαν στη στεριά. Πάλι ο καπετάνιος δεν το έβαλε κάτω. Ξόδεψε ένα μήνα περίπου στο να φτιάξει μια σχεδία. Ήταν δύσκολο να κόψει και δέσει τα δέντρα χωρίς εργαλεία αλλά βρήκε τρόπο. Χωρίς δεύτερη σκέψη έβαλε τη σχεδία στο νερό και ανέβηκε πάνω της. Στα εξήντα μέτρα όμως η θάλασσα, για μια ακόμη φορά, αγρίεψε. Του έσπασε τη σχεδία και τον έστειλε πίσω στην αμμουδιά.
Ο καπετάνιος κάθισε στην αμμουδιά και γύρισε και κοίταξε τη θάλασσα που ηρεμούσε.
Τότε κατάλαβε πως αυτό που αγαπούσε πιο πολύ στη ζωή του, τώρα τον τιμωρούσε.